Του Δημήτρη Καιρίδη
Η βασική εμπλοκή στη διαπραγμάτευση για την επίλυση της ελληνο-σκοπιανής διαφοράς έχει να κάνει με το εύρος της χρήσης της νέας ονομασίας της ΠΓΔΜ.
Το 2008, στο Βουκουρέστι, ο Κώστας Καραμανλής επέμεινε σε μια σύνθετη ονομασία έναντι όλων, erga omnes. Αρχικά, για τα Σκόπια η συζήτηση αφορούσε το νέο όνομα του κράτους στους διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. Άλλωστε, στους οργανισμούς αυτούς, όπου η Ελλάδα και η σύμμαχός της Γαλλία έχουν βέτο, η ΠΓΔΜ εντάχθηκε ή συνδιαλέγεται με το προσωρινό της όνομα.
Στη συνέχεια, τα Σκόπια άρχισαν να συζητάνε το όποιο νέο σύνθετο όνομα για χρήση και στις διμερείς σχέσεις τους, δηλαδή ακόμα και στις σχέσεις τους με τις χώρες που τα έχουν αναγνωρίσει με το συνταγματικό τους όνομα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Για τα Σκόπια, αυτό θεωρήθηκε μια μεγάλη υποχώρηση, δηλαδή να ζητήσουνε τα ίδια από τις 130+ χώρες να τα ξανα-αναγνωρίσουν με το νέο σύνθετο όνομα, που θα συμφωνήσουν με την Ελλάδα. Με λίγα λόγια, για τα Σκόπια το erga omnes περιλαμβάνει βασικά τη διεθνή, πολυμερή και διμερή, χρήση του νέου ονόματος.
Όμως, για την Ελλάδα, το erga omnes κατέληξε να περιλαμβάνει τα πάντα, δηλαδή τη χρήση του ονόματος τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό από κάθε δημόσια αρχή του κράτους των Σκοπίων, από κοινότητα και δήμο μέχρι νομαρχία, δημόσια επιχείρηση και κάθε ΝΠΔΔ. Για την κυβέρνηση Ζάεφ πρόκειται για μια υποχώρηση που έχει πολιτικά εξαιρετικό κόστος, αφού εμφανίζει την ΠΓΔΜ ως κράτος μειωμένης εθνικής κυριαρχίας και πλήττει καίρια το ιδεολόγημα του μακεδονισμού, που είναι και ο βασικός στόχος της ελληνικής εμμονής. Εάν δεν βρεθεί ένας δημιουργικός τρόπος υπέρβασης της εμπλοκής, αυτή θα παραμείνει οδηγώντας τη διαπραγμάτευση σε αδιέξοδο.