Του Δημήτρη Καιρίδη
Τελικά τα καταφέραμε να ευτελίσουμε τη συζήτηση για τη συμφωνία με την ΠΓΔΜ στην καταδίωξη του αδιανόητου βουλευτή της Χρυσής Αυγής Κώστα Μπαρμπαρούση. Ο πρωθυπουργός, με διαδικασίες εξπρές, χωρίς να ενημερώσει καν την κυβέρνησή του αλλά ούτε και τη βουλή, προχωρεί στη συμφωνία που δεσμεύει τη χώρα. Κάθε ώρα που περνάει ο διχασμός μεταξύ «προδοτών» και «φασιστών» βαθαίνει. Αντί να μελετήσουμε και να προβληματιστούμε για τα υπέρ και τα κατά της συμφωνίας, κραυγάζουμε.
Η χώρα χρειάζεται λύσεις στα προβλήματά της. Η διένεξη με την ΠΓΔΜ έχει στοιχίσει και κακοφορμίσει. Η εξομάλυνση της σχέσης μας με τη γείτονα θα συμβάλει στη σταθερότητα και θα κλείσει την πόρτα σε όσους διεθνείς ταραξίες θέλουν να ψαρεύουν σε θολά νερά, όπως η Τουρκία. Η εθνική γραμμή είναι ξεκάθαρη και χαράχτηκε, παρά τη διεθνή πίεση, στο Βουκουρέστι το 2008.
Ωστόσο, άλλο πράγμα η ανάγκη για λύση και άλλο πράγμα η συγκεκριμένη συμφωνία. Προκαλεί εντύπωση ότι οι υποστηρικτές της συμφωνίας μπερδεύουν τα δυο και δεν έχουν προσφέρει επιχειρήματα υπέρ της συγκεκριμένης συμφωνίας που είναι καταφανώς ελλειμματική παρά μόνο γενικά και αόριστα υπέρ της λύσης. Το non-paper του Μαξίμου που επιχείρησε να την υπερασπιστεί αποδείχτηκε πολύ γρήγορα ψευδές.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μπορούσαμε να πετύχουμε κάτι καλύτερο; Όσοι πιστεύουν πως όχι, έχουν πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στις διαπραγματευτικές ικανότητες ενός πρωθυπουργού, ο οποίος την προηγούμενη φορά που διαπραγματεύτηκε σώρευσε ζημιές δισεκατομμυρίων για τη χώρα. Αγνοούν επίσης ότι το κλίμα το 2018 είναι απείρως ευνοϊκότερο από ότι το 2008, όταν η συμφωνία που συζητούσαμε με τον σκληρό Νίκολα Γκρουέφσκι ήταν πολύ καλύτερη.
Στα επιχειρήματα των επικριτών της συμφωνίας θα πρέπει οι υπερασπιστές της να απαντήσουν με επιχειρήματα και όχι με καταγγελίες περί εθνικισμού. Διαφορετικά, αποδεικνύουν ότι δεν είναι υπέρ της εθνικής γραμμής αλλά απλώς υπέρ του να κλείσει το θέμα όπως-όπως, υπονοώντας ότι κακώς η Ελλάδα το ανακίνησε εξ αρχής.
Η συζήτηση για το αν έπρεπε να αντιδράσουμε το 1991 όπως αντιδράσαμε στην ανεξαρτησία της ΠΓΔΜ αποτελεί μία σημαντική διάσταση. Όμως από τη στιγμή που δώσαμε έναν αγώνα με τεράστιο κόπο και κόστος, θα έπρεπε να κερδίσουμε κάτι και όχι να κάνουμε μια τρύπα στο νερό, βγάζοντας μόνοι τα μάτια μας, επιβεβαιώνοντας τον «μακεδονισμό», ο οποίος στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν απείλησε την ακεραιότητα της χώρας.
Με άλλα λόγια, οι καλοπροαίρετοι λυσο-μανείς θα πρέπει να καταλάβουν ότι απέναντί τους δεν έχουν μόνο πατριδοκάπηλους και φανατικούς αλλά και σκεπτόμενους και προβληματισμένους πολίτες που θέλουν τη συνεννόηση με τη γείτονα στη βάση ενός έντιμου συμβιβασμού σύνθετης ονομασίας, στο όνομα και στα παράγωγά του, πραγματικά erga omnes χωρίς τρικ και εκπτώσεις.
Τώρα, με ψυχραιμία, θα πρέπει να επιδιώξουμε κρίσιμες βελτιώσεις στη συμφωνία και να εκμεταλλευθούμε τα όποια οφέλη που η αναβάθμιση της διεθνούς εικόνας και θέσης της Ελλάδας προσφέρει.