Του Δημήτρη Καιρίδη
Κάθε επιτυχής διαπραγμάτευση καταλήγει σε έναν συμβιβασμό, ο οποίος βασίζεται σε μια υποχώρηση από τις αρχικές θέσεις. Στη συμφωνία της Ελλάδας με την ΠΓΔΜ υπάρχουν κέρδη αλλά και απώλειες για την εθνική θέση. Το ζήτημα είναι πως σταθμίζονται και ποιο το τελικό ισοζύγιο;
Η βασική ένσταση της Ελλάδας ήταν και πρέπει να είναι ο «μακεδονικός» αλυτρωτισμός που υποκρύπτει η μονοπώληση του όρου «Μακεδονία» και των παράγωγών του από τις αρχές των Σκοπίων. Η συμφωνία αναγνωρίζει, με την υπογραφή της Ελλάδας, για πρώτη φορά, την ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους, «μακεδονικής» ταυτότητας και «μακεδονικής» γλώσσας. Σημειωτέον ότι κάτι τέτοιο αρνήθηκε να κάνει η Βουλγαρία που ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ανεξαρτησία της ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα το 1992.
Το πρόβλημα του «μακεδονικού» αλυτρωτισμού δεν ξεκίνησε και δεν λύνεται με την καταγγελία του μεγαλεξανδρινού «μακεδονισμού» του Νίκολα Γκρουέφσκι. Ο αλυτρωτισμός αυτός, που επιχείρησε να συνδέσει τους σημερινούς σλαβόφωνους της ΠΓΔΜ με τον Μέγα Αλέξανδρο και την κληρονομιά του, ήταν τόσο γελοίος και χοντροκομμένος που δεν έπειθε αλλά αντίθετα έδινε επιχειρήματα στην ελληνική πλευρά διεθνώς.
Όμως, ο «μακεδονικός» αλυτρωτισμός υπήρχε και πριν τον Γκρουέφσκι και γι’ αυτό το πρόβλημα δεν είχε λυθεί ούτε επί Κίρο Γκλιγκόροφ. Ο παραδοσιακός και σοβαροφανής αυτός αλυτρωτισμός του 19ου και του 20ου, ο αλυτρωτισμός του Ίλιντεν, με το γνωστό σύνθημα «η Μακεδονία στους Μακεδόνες» ήταν ανέκαθεν το κύριο πρόβλημα. Αυτόν τον «μακεδονικό» εθνικισμό δεν τον αντιμετωπίζει η συμφωνία, αναγνωρίζοντας μια Βόρεια Μακεδονία στην οποία κατοικούν «Μακεδόνες».
Η αλήθεια είναι ότι η αλλαγή εθνικού φρονήματος είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Οι «Μακεδόνες» της ΠΓΔΜ έχουν γαλουχηθεί δεκαετίες τώρα με το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού». Γι’ αυτό και ένας συμβιβασμός ίσως ήταν το αμετάφραστο του όρου «Makedonski» στα σλαβικά για κάθε χρήση, ώστε να αποσυνδέονται από την ελληνική ιστορία και να αποφεύγονται οι περιπλοκές στην εμπορική χρήση του όρου Μακεδονία και των παραγώγων του.
Προς το παρόν, η κυβέρνηση συγκεντρώνει τα συγχαρητήρια του διεθνούς παράγοντα. Πολλοί στο εξωτερικό θεωρούν διπλωματική νίκη της Ελλάδας να επιβάλει την αλλαγή του ονόματος και του συντάγματος μιας άλλης χώρας. Η Ελλάδα απελευθερώνεται από ένα χρόνιο αγκάθι και η περιφερειακή σταθερότητα και η ευρωπαϊκή προοπτική της νότιας Βαλκανικής ενισχύονται.
Βρισκόμαστε μπροστά σε κρίσιμες εξελίξεις που κινδυνεύουν να ανοίξουν τραύματα του παρελθόντος και να διχάσουν τον ελληνικό λαό, η ενότητα του οποίου είναι προϋπόθεση της εθνικής ευημερίας. Η συζήτηση για τα υπέρ και τα κατά της συμφωνίας θα πρέπει να είναι ψύχραιμη και νηφάλια, μακριά από συναισθηματικές εξάρσεις και τη γνωστή πατριωτική πλειοδοσία που συνήθως καταλήγει σε ήττα.