Του Δημήτρη Καιρίδη
Η διαδικασία επικύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών από την Ελλάδα εξελίσσεται εν μέσω μικρών ή μεγάλων παρατυπιών, που επιβαρύνουν το πολιτικό κλίμα και την πόλωση.
Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφο 4, εδάφιο ε και ζ, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας «οφείλει να ολοκληρώσει in toto (εν συνόλω) τις συνταγματικές τροποποιήσεις έως το τέλος του 2018».
Μόλις η ΠΓΔΜ «γνωστοποιήσει την ολοκλήρωση των προαναφερόμενων συνταγματικών τροποποιήσεων και όλων των εσωτερικών νομικών διαδικασιών του προκειμένου να τεθεί σε ισχύ η παρούσα Συμφωνία, το Πρώτο Μέρος (η Ελλάδα) θα κυρώσει χωρίς καθυστέρηση την παρούσα Συμφωνία».
Το πρόβλημα είναι ότι στη ρηματική διακοίνωση, το επίσημο έγγραφο από την ΠΓΔΜ που γνωστοποιεί τα της επικύρωσης της Συμφωνίας στην ελληνική πλευρά, αναφέρεται πως οι συνταγματικές αλλαγές δεν ισχύουν in toto από το τέλος του 2018 αλλά μετά και υπό την προϋπόθεση της επικύρωσης της Συμφωνίας από την Ελλάδα αλλά και της έγκρισης του ενταξιακού πρωτοκόλλου της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.
Αυτό αποδεικνύει, τουλάχιστον, μια έλλειψη εμπιστοσύνης από την πλευρά της ΠΓΔΜ και μια διαφορετική ερμηνεία όρων της Συμφωνίας, προτού καν αυτή επικυρωθεί. Ήδη, η ελληνική κυβέρνηση φέρεται να αποδέχεται την διαλυτική αυτή αίρεση, που δεν προβλέφθηκε στη Συμφωνία.
Επιπλέον, η κυβέρνηση έφερε τη Συμφωνία προς επικύρωση χωρίς καν να καταθέσει το ολοκληρωμένο κείμενο Συντάγματος της ΠΓΔΜ μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις.
Αυτό αυξάνει τη δυσπιστία της αντιπολίτευσης και δημιουργεί υποψίες για «κρυφά σημεία», την ώρα που η κυβέρνηση επιλέγει διαδικασίες-εξπρές για την επικύρωση.
Ήδη, το προοίμιο τους Συντάγματος φαίνεται πως δεν αναθεωρήθηκε επαρκώς καθώς διατηρεί τις αναφορές στη «Μακεδονία» αντί του προβλεπόμενου «Βόρεια Μακεδονία».
Όλα αυτά οδηγούν την αξιωματική αντιπολίτευση να καταθέσει πρόταση μομφής αύριο για να παρατείνει τη συζήτηση και να πιέσει, περαιτέρω, όχι την κυβέρνηση, αλλά τα ήδη πιεζόμενα μικρά κόμματα, που κλυδωνίζονται ή διαλύονται ενόψει της επικύρωσης της Συμφωνίας.
Είναι προφανές ότι η διαδικασία της επικύρωσης της Συμφωνίας αφήνει πολλά ερωτηματικά και στις δυο πλευρές. Το πρόβλημα το έχουμε κυρίως εμείς, που είμαστε και οι μόνοι που ενδιαφερόμαστε για την πιστή τήρηση της Συμφωνίας.
Όλοι οι άλλοι, Δυτικοί και Σκόπια, ενδιαφέρονται πρωτίστως για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, όχι για τη Συμφωνία αυτή καθεαυτή. Στο μεταξύ, τα ερωτηματικά δυσκολεύουν την επίτευξη του στόχου της Συμφωνίας που είναι η βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών και των δυο λαών.
Όσοι πιστεύουν στη βελτίωση αυτή θα πρέπει να αποτρέψουν την περαιτέρω επιδείνωση και να παίξουν, επιτέλους, με «ανοιχτά χαρτιά».