Του Δημήτρη Καιρίδη,
Με την απουσία όλων των δυτικών ηγετών, πλην του Προέδρου της Βουλγαρίας, και με την παρουσία του Πρωθυπουργού της Ρωσίας, Ντιμίτρι Μεντβέντεφ, του Προέδρου της Βενεζουέλας, Νικόλα Μαδούρο και κάποιων ασήμαντων τριτοκοσμικών ηγετών, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ορκίστηκε Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας την περασμένη Δευτέρα, σε μια μεγαλειώδη, παρά τη βροχή, τελετή στην Άγκυρα.
Λίγο νωρίτερα, ο Ερντογάν παρουσίασε το νέο του υπουργικό συμβούλιο, το οποίο δεν λαμβάνει την ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής αλλά οφείλει να χαίρει της εμπιστοσύνης του προέδρου προσωπικά, σύμφωνα με τις πρόσφατες συνταγματικές αλλαγές. Ωσάν να μην ήταν αρκετή η υπερ-συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του, ο Ερντογάν διόρισε τον γαμπρό του ως υπουργό οικονομικών. Με τον τρόπο αυτό, ο Ερντογάν απέδειξε ότι σκοπεύει να έχει τον απόλυτο έλεγχο και των οικονομικών της Τουρκίας, παρά την αρνητική αντίδραση των αγορών, που θα προτιμούσαν τον διορισμό ενός αξιόπιστου τεχνοκράτη. Έτσι, η τουρκική λίρα συνέχισε την πτώση της.
Η οικονομία αποδεικνύεται η αχίλλειος πτέρνα της διακυβέρνησης Ερντογάν. Παρά τον πολύ υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, που ξεπέρασε το 7% το 2017, η τουρκική οικονομία μαστίζεται από υψηλό πληθωρισμό, πολύ υψηλότερο από ότι επισήμως αναγνωρίζεται και από τη φυγή κεφαλαίων προς την ασφάλεια του δολαρίου και του ευρώ. Τα ελλείμματα τόσο του προϋπολογισμού και των εξωτερικών συναλλαγών διογκώνονται ενώ πολλές μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις που έχουν δανειστεί σε συνάλλαγμα πιέζονται.
Μια προσφυγή στο ΔΝΤ φαντάζει κάθε μέρα ολοένα και πιθανότερη, ιδίως γιατί η Τουρκία στερείται μιας ηγεσίας την οποία να εμπιστεύονται οι αγορές. Ο Ερντογάν και οι παρεμβάσεις του στην άσκηση της νομισματικής, της συναλλαγματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής έχουν προκαλέσει σύγχυση στις αγορές και μεγάλη δυσπιστία προς την Τουρκία. Ταυτόχρονα, ο ίδιος και οι οπαδοί του συνεχίζουν να αποδίδουν τα προβλήματα σε μια διεθνή συνωμοσία με στόχο το τουρκικό μεγαλείο, αρνούμενοι να αποδεχτούν την πραγματικότητα.
Οι επόμενες εβδομάδες θα είναι κρίσιμες. Την τελευταία φορά που η Τουρκία προσέφυγε στο ΔΝΤ, το 2001, ακολούθησε η κατάρρευση του παλαιού πολιτικού συστήματος και η άνοδος του Ερντογάν στην εξουσία. Μια νέα προσφυγή δεν μπορεί παρά να έχει σημαντικές πολιτικές συνέπειες, παρά το γεγονός ότι η αντιπολίτευση συνεχίζει να παραμένει διασπασμένη, αντιφατική και, εν τέλει, αναποτελεσματική.