Του Δημήτρη Καιρίδη
Το 1987 έμεινε γνωστό στην Ιταλία ως η χρονιά του «il sorpasso», τότε που οι Ιταλοί ξεπέρασαν και έγιναν επισήμως πιο πλούσιοι από τους Βρετανούς. Αυτό δεν κράτησε πολύ καθώς οι μεταρρυθμίσεις της Θάτσερ κατέστησαν τη Βρετανία πιο ανταγωνιστική και, στη συνέχεια, πιο πλούσια από την Ιταλία. Από τη δεκαετίας του 1990, εκατοντάδες χιλιάδες ανήσυχοι Ιταλοί, αλλά και Γάλλοι και άλλοι Ευρωπαίοι, έχουν βρει καλοπληρωμένη εργασία στο Λονδίνο.
Τριάντα χρόνια αργότερα, το 2017, φαίνεται πως έχουμε ένα νέο «il sorpasso» από την ανάποδη. Ο μέσος Ιταλός, σε όρους αγοραστικής δύναμης, είναι σήμερα φτωχότερος από τον μέσο Ισπανό. Το 1980 η ιταλική οικονομία (το συνολικό ΑΕΠ σε απόλυτους αριθμούς) ήταν 2,5 φορές μεγαλύτερη της ισπανικής. Μετά από 20 χρόνια οικονομικής στασιμότητας, η ιταλική οικονομία σήμερα είναι μόλις 50% μεγαλύτερη της ισπανικής. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι το 2023 ο μέσος Τσέχος και Σλοβάκος, οι οποίοι μέχρι το 1989 ανήκαν στο κομουνιστικό στρατόπεδο, θα είναι, σε όρους αγοραστικής δύναμης, πλουσιότεροι από τον μέσο Ιταλό και, ακόμα περισσότερο, από τον μέσο Έλληνα. Σημειωτέον, ότι το 1970 οι Έλληνες ήταν πλουσιότεροι των Ισπανών, τη δεκαετία του 1980 οι Ισπανοί μας ξεπέρασαν, το 2007 τους φτάσαμε και σήμερα μας έχουν αφήσει πολύ πίσω.
Η παρακμή της Ιταλίας υπήρξε αργή και μακρόχρονη, χωρίς το στοιχείο της απότομης κατάρρευσης που χαρακτηρίζει την ελληνική περίπτωση. Η παρατεταμένη στασιμότητα έχει τροφοδοτήσει την αντι-συστημικότητα των Ιταλών ψηφοφόρων που καθιστούν την επίλυση του ιταλικού προβλήματος δυσχερέστερη. Η σημερινή κυβερνητική αστάθεια στη Ρώμη κινδυνεύει να αντιστρέψει την όποια πρόοδο είχε σημειωθεί τα προηγούμενα έξι χρόνια.
Το παράδειγμα της Ιταλίας είναι εξαιρετικά διδακτικό για την Ελλάδα. Το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι ίσως τόσο η ύφεση της εξαετίας 2008-2013 αλλά το γεγονός ότι από τα τέλη του 2013 το ελληνικό ΑΕΠ παραμένει στάσιμο αντί να επανακάμπτει. Αυτή η στασιμότητα μοιάζει με τη νέα ελληνική κανονικότητα και η κυβέρνηση επιχειρεί να μας πείσει ότι πρόκειται για επιτυχία. Έτσι, όμως, η απόσταση που μας χωρίζει από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο διευρύνεται και η χώρα συνεχίζει να αποκλίνει αντί να συγκλίνει.