Του Δημήτρη Καιρίδη
Η Ιερουσαλήμ θεωρείται ιερή πόλη και για τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες που γεννήθηκαν στη Μέση Ανατολή, τον Ιουδαϊσμό, τον Χριστιανισμό και το Ισλάμ. Το 1948, η δυτική ή νέα Ιερουσαλήμ καταλήφθηκε από το Ισραήλ ενώ η ανατολική ή παλαιά, εντός των τειχών Ιερουσαλήμ καταλήφθηκε από την Ιορδανία. Στον πόλεμο των έξι ημερών του 1967, η παλαιά Ιερουσαλήμ, μαζί με τη δυτική όχθη του Ιορδάνη, καταλήφθηκε από το Ισραήλ. Το Ισραήλ προσάρτησε την ανατολική Ιερουσαλήμ με μια ευρύτερη περιοχή της δυτικής όχθης και διακήρυξε ότι η αδιαίρετη Ιερουσαλήμ είναι η αιώνια πρωτεύουσά του. Η διεθνής κοινότητα δεν αναγνώρισε την ενέργεια αυτή και οι διπλωματικές αποστολές παρέμειναν στο παραθαλάσσιο Τελ Αβίβ. Η Ιερουσαλήμ κατέστη διαφιλονικούμενη και ένα από τα σημαντικότερα αγκάθια των ισραηλινο-παλαιστινιακών διαπραγματεύσεων από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Ο Πρόεδρος Τραμπ αποφάσισε να διαρρήξει τη διπλωματική παράδοση και να μεταφέρει την πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, αναγνωρίζοντάς την ως την αδιαφιλονίκητη πρωτεύουσα του κράτους. Η κίνηση αυτή χαροποίησε ιδιαίτερα τον δεξιό πρωθυπουργό του Ισραήλ, Βενιαμίν Νετανιάχου, και τους συμμάχους του. Με εξαίρεση τις λαϊκές διαμαρτυρίες στη Γάζα, ο αραβικός κόσμος δεν αντέδρασε και εμφανίζεται παραδομένος στο αναπόφευκτο. Οι ισχυρές σουνιτικές δυνάμεις έχουν στραμμένες την προσοχή τους αλλού: η Σαουδική Αραβία στο Ιράν και η Αίγυπτος στην εσωτερική της ανασυγκρότηση.
Ο Τραμπ φαίνεται πως επέλεξε να ανακατέψει την τράπουλα στη Μέση Ανατολή. Δεν είναι βέβαιο ότι έχει την υπομονή, τη γνώση και τη σύνεση που η διαχείριση του μεσανατολικού «λάκου με τα φίδια» προϋποθέτει. Προς το παρόν και μετά την καταγγελία της συμφωνίας με το Ιράν από τον Τραμπ, διαμορφώνεται, υπό τις ευλογίες των ΗΠΑ, μια οιονεί συμμαχία του Ισραήλ του Νετανιάχου, της Σαουδικής Αραβίας του φιλόδοξου πρίγκηπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν και της Αιγύπτου του στρατηγού Σίσι.