Του Δημήτρη Καιρίδη,
Οι τελευταίες εξελίξεις υπογραμμίζουν ότι η πορεία της Συμφωνίας των Πρεσπών μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ θα έχει έναν δύσβατο δρόμο μέχρι την τελική επικύρωσή της. Οι εξελίξεις αυτές περιλαμβάνουν: α) τον κλυδωνισμό της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην Ελλάδα, β) την κατηγορηματική απόρριψη της συμφωνίας από την ελληνική αξιωματική αντιπολίτευση είτε στην παρούσα είτε στην επόμενη βουλή, γ) την άρνηση του Προέδρου Γκεόργκι Ιβανώφ να υπογράψει τη συμφωνία και να καθυστερήσει με κάθε τρόπο την κύρωσή της, την ώρα που ο Ζόραν Ζάεφ δεν διαθέτει την πλειοψηφία των 2/3 στη βουλή για να τον παύσει, δ) την αντίθεση της Γαλλίας, της Ολλανδίας και της Δανίας σε μια εσπευσμένη διεύρυνση της Ε.Ε. στα δυτικά Βαλκάνια, που αποδυναμώνει την επιχειρηματολογία του Ζάεφ στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ και ε) την ενδεχόμενη ενεργοποίηση του ρωσικού παράγοντα για την αναμόχλευση εθνικιστικών αντιθέσεων στην περιοχή, προκειμένου να ακυρωθεί η διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
Λάδι στη φωτιά ρίχνουν και οι ανακολουθίες στο κυβερνητικό αφήγημα υπέρ της συμφωνίας. Οι κυβερνητικοί υπερασπιστές της συμφωνίας συχνά πέφτουν σε κραυγαλέες αντιφάσεις που δεν βοηθούν να αναδειχτούν τα όποια θετικά σημεία της συμφωνίας. Για παράδειγμα, από τη μια ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε πρόβλημα «μακεδονικού» αλυτρωτισμού, πλην των ακροτήτων του Νίκολα Γκρουέφσκι, αλλά από την άλλη δεν εξηγούν γιατί η Ελλάδα είχε διαχρονικά πρόβλημα με τον «μακεδονισμό» και γιατί το πρόβλημα δεν λύθηκε μέχρι το 2006, όταν έγινε πρωθυπουργός ο Γκρουέφσκι;
Φταίνε οι προηγούμενοι (κυβερνώντες στην Ελλάδα) που δεν λύσανε ένα πρόβλημα που δεν υπήρχε; Φταίνε που το δημιούργησαν ή φταίνε που δεν το λύσανε; Λένε ότι το ζήτημα της εθνικότητας και της γλώσσας είναι τωρινό και πως ουδέποτε στις προηγούμενες διαπραγματεύσεις είχε ανακύψει. Αν είναι έτσι γιατί το άνοιξαν και το έδωσαν στην άλλη πλευρά, αντί να περιοριστούν στη σύνθετη ονομασία του κράτους, χωρίς να χρειαστεί η Ελλάδα να αναγνωρίσει τον «μακεδονισμό» με την αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας και ιθαγένειας/εθνικότητας; Θεωρούν όλους τους επικριτές της συμφωνίας ακροδεξιούς και λαϊκιστές αλλά εξαιρούν τους ΑΝΕΛ, οι οποίοι, καίτοι αντίθετοι στη συμφωνία, είναι, κατά τους κυβερνητικούς, μετριοπαθείς και εμφορούνται από αρχές. Εμφανίζονται να θέλουν διακαώς τη ψήφιση της συμφωνίας αλλά από μόνοι τους επαναφέρουν σενάρια για ενισχυμένη πλειοψηφία των 180, με τα οποία η συμφωνία ακυρώνεται.
Το βασικό πρόβλημα της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας έγκειται στο ότι δεν εξηγεί ποιό ακριβώς πρόβλημα λύνει η παρούσα συμφωνία. Υπήρχε ή όχι πρόβλημα «μακεδονικού» αλυτρωτισμού; Και αν ναι, πως αυτή η συμφωνία το λύνει όταν αναγνωρίζει «Μακεδόνες»; Αν δεν υπήρχε πρόβλημα «μακεδονικού» αλυτρωτισμού, γιατί παιδευόμασταν τόσο χρόνια με τους γείτονες; Ο Σύριζα θέλει να εμφανίζεται ότι και αμφισβητεί τις θέσεις των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων αλλά και τις προάγει με τη συμφωνία που υπέγραψε.