Του Δημήτρη Καιρίδη
Με την αναμενόμενη επιτυχή ολοκλήρωση του δημοψηφίσματος και την υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τους πολίτες της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Δημοκρατίας, το μπαλάκι έρχεται στην ελληνική πλευρά, πυροδοτώντας πολιτικές εξελίξεις, η αλληλουχία των οποίων είναι δύσκολα προβλέψιμη αν και η κατάληξή τους δεν μπορεί να είναι άλλη από τις εκλογές.
Η κυβέρνηση θα συνεχίσει, όπως όλα δείχνουν, να διαπραγματεύεται με τους εταίρους μας την υπερψήφιση της Συμφωνίας, με αντάλλαγμα την αναβολή της περικοπής των συντάξεων. Ο δυτικός παράγοντας που έχει επενδύσει στην επικύρωση της Συμφωνίας και στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ φαίνεται πως είναι διατεθειμένος να ακούσει την ελληνική πλευρά, αν και οι δυο πλευρές θα επιμείνουν να διαψεύδουν μια τέτοια συναλλαγή.
Η υπογραφή από ελληνικής πλευράς της Συμφωνίας συνοδεύτηκε από ένα κακόγουστο θέατρο από την εθνικιστική πτέρυγα της κυβέρνησης, η οποία μάταια επιχείρησε να έχει και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη. Ο Πάνος Καμμένος επιθυμεί το αδύνατο: να είναι και κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Οι θεατρινισμοί όλου αυτού του διαστήματος όχι μόνο ευτελίζουν την ήδη καταπονημένη πολιτική ζωή του τόπου αλλά επιβεβαιώνουν, για μια ακόμα φορά, τον αμοραλισμό όλων όσων κάναν στο παρελθόν καριέρα επενδύοντας στην πατριδοκαπηλία.
Μερίδα της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης θα αντιμετωπίσει ένα κρίσιμο δίλημμα: πως να στηρίξει μια Συμφωνία χωρίς να στηρίξει την κυβέρνηση που τη φέρνει προς ψήφιση στη βουλή. Ταυτόχρονα, η μείζονα αντιπολίτευση δεν μπορεί παρά να επιθυμεί να μην κληρονομήσει και αυτή την εκκρεμότητα. Παρόλο που η μη επικύρωση εξασφαλίζει στη Νέα Δημοκρατία ένα ακόμα αντιπολιτευτικό χαρτί εναντίον της κυβέρνησης προεκλογικά, οι εχέφρονες της ελληνικής κεντροδεξιάς αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο που διατρέχει η ΝΔ αν κληθεί η ίδια να στηρίξει μια Συμφωνία, με την οποία διαφωνεί, ή να την απορρίψει, υπονομεύοντας τον ζωτικής σημασίας για τη χώρα δεσμό με τη Δύση.
Αυτό είναι ενδεχομένως και το πιο κρίσιμο στοιχείο της Συμφωνίας, το οποίο θα απαντήσει η ίδια η ζωή τους επόμενους μήνες, στο βαθμό που η συμφωνία δεν ψηφιστεί στην παρούσα βουλή ή η παρούσα βουλή διαλυθεί πριν αυτή έλθει προς ψήφιση, μέσα από την ενορχηστρωμένη αποχώρηση των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση σε συνεννόηση με το Μαξίμου. Αν δηλαδή πρόκειται για την απόλυτη «καυτή πατάτα», όπως υποψιάζονται οι καχύποπτοι, την οποία εφηύρε ο Αλέξης Τσίπρας και ο Πάνος Καμμένος για να υπονομεύσουν την παντοδυναμία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην επόμενη βουλή και σε δεύτερο χρόνο, με όχημα την ατελέσφορη προεδρική εκλογή, να επανέλθουν, τουλάχιστον ο Τσίπρας, στην εξουσία ως συγκυβερνήτες σε έναν μεγάλο συνασπισμό, που πολλοί στο εξωτερικό θα καλοέβλεπαν.
Ταυτόχρονα, την ώρα που η κυβέρνηση υποκριτικά κατηγορεί κάθε διαφωνούντα με τη Συμφωνία ως ακροδεξιό, παρόλο που εκείνος που παριστάνει ότι διαφωνεί όχι απλώς με τη Συμφωνία αλλά με κάθε συμβιβασμό σύνθετης ονομασίας είναι ο κυβερνητικός εταίρος, χρήσιμο είναι να υπογραμμιστεί ότι η ΠΓΔΜ είναι μια μικρή, φτωχή και ευάλωτη χώρα η οποία θέλει να ξεφύγει, κατά το δυνατόν, από τα φαντάσματα της βαλκανικής καθυστέρησης και η οποία προσβλέπει στην Ελλάδα ως στρατηγικό σύμμαχο και υποστηρικτή στην πορεία της προς την Ευρώπη. Το αν η ελληνική κυβέρνηση δεν διαπραγματεύτηκε όπως έπρεπε και κατέληξε σε μια κακή συμφωνία που ανοίγει ζητήματα στο μέλλον δεν αλλάζει την πραγματικότητα αυτή.