*Του Δημήτρη Καιρίδη
Η χθεσινή πετυχημένη έκδοση ενός 10ετούς ομολόγου από το ελληνικό δημόσιο, με επιτόκιο κάτω του 4% και υπερ-τετραπλάσια ζήτηση από τους επενδυτές, σηματοδοτεί μια πολύ θετική εξέλιξη στην πορεία επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές και στην κανονικότητα, μετά από μια δεκαετή κρίση.
Η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό δημόσιο έχει καλυμμένες τις χρηματοδοτικές του ανάγκες μέχρι και το 2020. Η σταδιακή έξοδος της χώρας στις αγορές μέσα από εκδόσεις όπως η χθεσινή είναι περισσότερο μια άσκηση ανάκτησης της εμπιστοσύνης και της αξιοπιστίας παρά άμεσης χρηματοδότησης του δημοσίου.
Ταυτόχρονα, διευκολύνει τις τράπεζες και τους ιδιώτες στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν καλύτερη πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές.
Η χθεσινή επιτυχία έρχεται ως συνέχεια της αναβάθμισης του αξιόχρεου της χώρας από τη Moody’s κατά δυο βαθμίδες αλλά και χάρη στην πλεονασματική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και το 2018.
Ο σημαντικότερος, ωστόσο, θετικός παράγοντας είναι εξωγενής και έχει να κάνει με την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας και, συνολικά, της παγκόσμιας. Οι απαισιόδοξες προβλέψεις για το 2019 έχουν φρενάρει την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού μετά από πολλά χρόνια υπέρ-χαλαρής νομισματικής πολιτικής.
Οι αγορές προεξοφλούν ότι η ΕΚΤ δεν πρόκειται να περιορίσει το φθηνό χρήμα προς το παρόν. Ο φόβος μιας ενδεχόμενης επιστροφής της ευρωζώνης στην ύφεση είναι πολύ μεγάλος και μια νέα ύφεση, στις σημερινές συνθήκες, μπορεί να αποδειχτεί πολιτικά καταστροφική.
Αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που διαμορφώθηκε τους τελευταίους τρεις μήνες, είναι που διευκόλυνε την Ελλάδα στη χθεσινή της έξοδο. Ο δρόμος, ωστόσο, της ελληνικής επιστροφής θα είναι μακρύς.
Θα διευκολυνθεί σημαντικά αν ο ρυθμός ανάπτυξης ενισχύονταν. Για να γίνει αυτό χρειάζονται επιπλέον μεταρρυθμίσεις και πολιτικές αποφάσεις με κόστος. Αντίστοιχα, θα δυσχερανθεί αν επικρατήσει πολιτική αστάθεια και αναταραχή.
Το διακύβευμα είναι εθνικό. Η χώρα μας μπορεί να απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1830 όμως παρέμεινε περισσότερο αντικείμενο παρά υποκείμενο της διεθνούς κοινωνίας για το μεγαλύτερο διάστημα του ελεύθερου βίου της.
Η ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, το 1981, σηματοδότησε την ενηλικίωση της χώρας και τη χειραφέτησή της από τις ξένες εντολές. Με την ένταξη, η Ελλάδα κατέστη διεθνές υποκείμενο κι αυτή ήταν η σημαντικότερη επιτυχία της στρατηγικής του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Δυστυχώς, η χρεοκοπία του 2010 είχε ως βασική συνέπεια την εκ νέου διεθνή υποβάθμιση της χώρας σε ένα καθεστώς κηδεμονίας. Το ελληνικό κοινοβούλιο έχασε την κυριαρχία του και η ελληνική πολιτική τάξη την ανεξαρτησία της. Ο
στόχος τώρα είναι η ανάκτηση της δυνατότητας αυτενέργειας. Αυτό δεν πρόκειται να γίνει με εύκολα λόγια και από τους πολλούς τσαρλατάνους της πολιτικής που ταλαιπωρούν τον δημόσιο βίο μας.
Θα γίνει με σκληρή δουλειά και σύνεση από πολιτικές ηγεσίες που έχουν διδαχθεί από την ελληνική τραγωδία των τελευταίων χρόνων. Αλλά το σημαντικότερο για να επιτευχθεί αυτός ο εθνικός στόχος, ενόψει των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, είναι όχι μόνον οι πολιτικοί να πουν την αλήθεια αλλά και ο ελληνικός λαός να την απαιτήσει και να την ακούσει.