Του Δημήτρη Καιρίδη
Η χθεσινή σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν ασυνήθιστη και, ταυτόχρονα, ιστορική. Η σύνοδος επικύρωσε τη συμφωνία για την ομαλή αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ τον Μάρτιο του 2019. Πρόκειται για τη σημαντικότερη αναδίπλωση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης από την έναρξή της, λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
Η Βρετανία έγινε μέλος της ΕΕ το 1973 και υπήρξε μέλος της τα τελευταία 45 χρόνια. Η Βρετανία ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ και η πρώτη στρατιωτική δύναμη, μαζί με τη Γαλλία, της ΕΕ. Ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και ηγέτης της Κοινοπολιτείας, η Βρετανία αποτελούσε μια μεγάλη πολιτική και διπλωματική δύναμη για την ΕΕ. Γι’ αυτούς και για πολλούς ακόμα λόγους, η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ αποτελεί μια τραγωδία για όλους, Βρετανούς και Ευρωπαίους.
Η αλήθεια είναι ότι η Βρετανία δεν ήταν ιδρυτικό μέλος της ΕΕ, σε αντίθεση με τη Γερμανία και τη Γαλλία. Προτίμησε να μην συμμετάσχει στις διαδικασίες που οδήγησαν στην υπογραφή της ιδρυτικής συνθήκης της Ρώμης το 1957. Όμως, τη δεκαετία του 1960, άλλαξε άποψη και τρεις φορές αιτήθηκε να γίνει μέλος. Τις δυο πρώτες εμποδίστηκε από τον Γάλλο Πρόεδρο Σαρλ Ντε Γκωλ. Εντάχθηκε, τελικά, το 1973, μετά τον θάνατο του Ντε Γκωλ, στην πρώτη διεύρυνση της ΕΕ. Η απόφαση ένταξης επικυρώθηκε στο δημοψήφισμα του 1975 (σε αντίθεση με ότι συνέβη στη Νορβηγία, η οποία τελικά δεν εντάχθηκε).
Η σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ παρέμεινε δύσκολη. Η Μάργκαρετ Θάτσερ απαίτησε και πέτυχε να μειωθεί η οικονομική της συμμετοχή στην ΕΕ, με το περίφημο rebate, το 1985. H Βρετανία παρέμεινε εκτός Σένγκεν και εκτός ευρωζώνης. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, από το 2009 και μετά, παρά το μέγεθός της, επέλεξε να μείνει στο περιθώριο της ευρωπαϊκής πολιτικής, περισσότερο παρακολουθώντας παρά συμμετέχοντας στην κρίσιμη διάσωση του ευρωπαϊκού σχεδίου.
Στο μεταξύ, η σύγκρουση ευρωπαϊστών και αντι-ευρωπαϊστών στο εσωτερικό του Συντηρητικού Κόμματος κινδύνευε να το οδηγήσει σε διάσπαση. Στις ευρω-εκλογές του 2014, το Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Νάιγκελ Φάραντζ πρώτευσε. Ενόψει, του εσωκομματικού κινδύνου αλλά και του ανταγωνισμού που αναπτύσσονταν στα δεξιά των Συντηρητικών, ο αρχηγός τους, Ντέιβιντ Κάμερον, υποσχέθηκε ότι αν κέρδιζε τις εκλογές του 2015 θα προχωρούσε σε ένα νέο δημοψήφισμα. Έτσι, και με την άκριτη υποστήριξη του λαϊκού Τύπου, φθάσαμε στην τραγωδία του δημοψηφίσματος του 2016.
Για την Ελλάδα η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ αποτελεί μια ιστορική ανατροπή. Η χώρα μας υπήρξε, σε κάποιον βαθμό, δημιούργημα της βρετανικής διπλωματίας του 19ου αιώνα και βρέθηκε υπό βρετανική προστασία από την ανεξαρτησία του 1830 ως το δόγμα Τρούμαν του 1947. Οι δυο χώρες αντιπαρατέθηκαν τη δεκαετία του 1950 για την απο-αποικιοποίηση της Κύπρου αλλά κατέληξαν να είναι εγγυήτριες δυνάμεις της ανεξαρτησίας της.
Όταν η Ελλάδα εισήλθε στην ΕΕ το 1981, η Βρετανία ήταν ήδη μέλος. Έκτοτε, πολλές φορές η Ελλάδα βρέθηκε απέναντι στη Βρετανία, αφού εμείς θέλαμε περισσότερη Ευρώπη ενώ οι Βρετανοί προτιμούσαν τη λιγότερη δυνατή. Με το Brexit, ο ιστορικός δεσμός Ελλάδας-Βρετανίας αποδυναμώνεται ή, για να το πούμε διπλωματικά, μεταλλάσσεται.
Η αποχώρηση της Βρετανίας αποδυναμώνει την Ευρώπη, εκτός των άλλων, αμυντικά και διπλωματικά κάτι που έχει ιδιαίτερο κόστος για την Ελλάδα που ενδιαφέρεται, περισσότερο από κάθε άλλο μέλος, για την ενίσχυση της αμυντικής ταυτότητας της ΕΕ. Ταυτόχρονα, η αποχώρηση προσφέρει κάποιες ευκαιρίες, που μια ενεργή ελληνική πολιτική, θα έπρεπε να αδράξει, όπως κάνουν ήδη άλλοι. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσε ο Πειραιάς να υποκαταστήσει το Λονδίνο ως το πανίσχυρο κέντρο της διεθνούς ναυτιλίας, προσφέροντας, εκτός από μια αναπτυγμένη ναυλαγορά, υψηλού επιπέδου νομικές, ασφαλιστικές και χρηματοδοτικές υπηρεσίες.