Του Δημήτρη Καιρίδη
Το MHP, το ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα της Τουρκίας, υπό την ηγεσία του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, διαθέτει αυτόνομα μια εκλογική επιρροή λίγο πάνω από το 10%. Θα παρέμενε στο περιθώριο της τουρκικής πολιτικής αν ο Ταγίπ Ερντογάν δεν αποφάσιζε ότι αυτό το ποσοστό του είναι χρήσιμο και κρίσιμο για τη διαμόρφωση των πλειοψηφιών του 50%+1, τις οποίες το νέο προεδρικό σύστημα απαιτεί για να κυβερνηθεί η Τουρκία.
Η συμμαχία του Ερντογάν με το MHP διευκολύνθηκε από τη ρήξη του πρώτου με το κίνημα των γκιουλενιστών, με αποκορύφωμα το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016. Οι μαζικές εκκαθαρίσεις του κρατικού μηχανισμού που ακολούθησαν επέτρεψαν στο MHP να διεισδύσει σε αυτόν και στελέχη του να βρεθούν στην καρδιά του βαθέος τουρκικού κράτους.
Σήμερα ο Ερντογάν, περισσότερο και από ισλαμιστής, είναι ένας ακραίος Τούρκος εθνικιστής. Ιδεολογία της νέας Τουρκίας είναι ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός. Ο εθνικισμός αυτός εκφράζεται τόσο στο εσωτερικό, σε βάρος των Κούρδων και κάθε αντιφρονούντα που «επιβουλεύεται το τουρκικό κράτος», όσο και στο εξωτερικό μέσα από μια δυναμική εξωτερική πολιτική.
Ο Ερντογάν αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως πεδίο ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Δεν έχει υπομονή ούτε κατανόηση για αρχές και διεθνείς θεσμούς. Για τον Ερντογάν, η διεθνής πολιτική καθορίζεται από τη σύγκρουση Ηνωμένων Πολιτειών, Κίνας, Ρωσίας και Ευρώπης. Στον κόσμο αυτό, η Τουρκία μπορεί να είναι και, σίγουρα, δικαιούται να είναι μια μεγάλη δύναμη, με τη δική της σφαίρα επιρροής στη Μέση Ανατολή.
Οι περιφερειακές φιλοδοξίες της νέας Τουρκίας είναι μεγάλες και, συχνά, συγχέονται με μια οθωμανική νοσταλγία. Ο Ερντογάν δεν έχει κρύψει την άποψή του ότι τα 100 χρόνια της ρεπουμπλικανικής Τουρκίας που μεσολάβησαν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξαν ένας «ζουρλομανδύας» που κράτησαν την Τουρκία πίσω και υποταγμένη στις διαθέσεις τρίτων και, κυρίως, της Δύσης. Τώρα ήρθε η ώρα για τη νέα Τουρκία να απελευθερωθεί από τα δεσμά που οι Κεμαλιστές σφυρηλάτησαν και να διεκδικήσει τον ρόλο και τη θέση που η ιστορία αλλά και ο δυναμισμός της της επιτρέπουν.
Η νέα Τουρκία είναι αποφασισμένη να επανακαθορίσει τις σχέσεις της με τη Δύση σε ισότιμη βάση. Αυτό σημαίνει ότι η νέα Τουρκία δεν θα ακολουθεί τις επιταγές των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Θα συνεργάζεται όταν τη συμφέρει αλλά θα έχει τη δική της άποψη και πολιτική όπου διαφωνεί. Σήμερα, η Τουρκία βρίσκεται απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια σειρά θέματα, από τη Βενεζουέλα μέχρι τη Ρωσία και τη Συρία.
Το πιο σημαντικό για μας είναι ίσως το γεγονός ότι η νέα Τουρκία δεν πολυ-ενδιαφέρεται για την ενταξιακή της προοπτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διαδικασία ένταξης είναι από τη φύση της ιεραρχική, αφού η προς ένταξη χώρα οφείλει να υιοθετήσει το κοινοτικό κεκτημένο.
Για τον Ερντογάν αυτό είναι ανυπόφορο. Η στροφή προς τον αυταρχισμό, η συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια του, η εθνικιστική ιδεολογία της νέας Τουρκίας συγκρούονται ευθέως και αναπόδραστα με την ευρωπαϊκή προοπτική. Για να είμαστε ειλικρινείς, η προοπτική αυτή για την Τουρκία είναι σήμερα νεκρή και δεν πρόκειται εύκολα ή, στο άμεσο μέλλον, να αναστηθεί.
Η σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη και τη Δύση θα είναι πλέον μια σχέση «δούναι και λαβείν», αυτό που οι Αμερικάνοι ονομάζουν transactional, διεκπεραιωτική. Δεν θα είναι βασισμένη σε αρχές ή κοινές αξίες αλλά σε συμφέροντα. Όταν αυτά συμπίπτουν θα υπάρχει συνεργασία. Όταν δεν συμπίπτουν θα υπάρχει ανταγωνισμός.
Πόσο εφικτή είναι για την Τουρκία μια ηγεμονική περιφερειακή πολιτική και τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα θα είναι το θέμα του επόμενου και του μεθεπόμενου άρθρου αύριο και μεθαύριο.