Του Δημήτρη Καιρίδη
Η Άνγκελα Μέρκελ, η καγκελάριος της Γερμανίας, θα βρίσκεται σε λίγες μέρες στην Αθήνα για μια σημαντική επίσκεψη σε μια κρίσιμη συγκυρία.
Η Μέρκελ μπορεί να επαίρεται για την επιτυχία να κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη, παρά τις προβλέψεις περί του αντιθέτου αλλά και τις σφοδρές αντιδράσεις που συνάντησε η πολιτική της στο εσωτερικό της Γερμανίας. Υπό αυτή την έννοια, η Ελλάδα σήμερα είναι μια γερμανική επιτυχία: εξήλθε από τα προγράμματα διάσωσης, αναπτύσσεται με έναν χαμηλό αλλά αξιοπρεπή ρυθμό της τάξης του 2% ετησίως και έχει ένα τεράστιο πρωτογενές πλεόνασμα. Ο ρόλος της Μέρκελ στην εξέλιξη αυτή υπήρξε καθοριστικός.
Όλα αυτά γράφτηκαν και θα ξανα-γραφτούν στον διεθνή Τύπο, ο οποίος συχνά θέλει να προβάλει τις διαθέσεις των ισχυρών, και δημιουργούν ένα πρόσκαιρο κλίμα ευφορίας ότι η ελληνική διάσωση ήταν επιτυχής και ότι τα Βαλκάνια μπορούν και αλλάζουν προς το καλύτερο.
Όμως, πίσω από τις επιφανειακές αυτές αναλύσεις δύσκολα μπορεί να κρυφτεί η ελληνική τραγωδία. Η επίσκεψη της ισχυρότερης Ευρωπαίας πολιτικού στην πατρίδα μας αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για έναν ψύχραιμο απολογισμό. Η Μέρκελ επισκέπτεται μια χώρα όχι απλώς συντετριμμένη από τη δεκαετή κρίση. Τα προβλήματα που αφήνει πίσω της η κρίση είναι γνωστά: τεράστια καθίζηση του ΑΕΠ, των επενδύσεων και της ιδιωτικής αποταμίευσης, διάλυση του τραπεζικού και του ασφαλιστικού συστήματος, φυγή εκατοντάδων χιλιάδων ικανών εργαζόμενων στο εξωτερικό, επιτάχυνση της συρρίκνωσης και της γήρανσης του πληθυσμού.
Εκείνο που δεν έχει προσεχθεί όσο του αξίζει είναι η ευρύτερη ελληνική τραγωδία που δεν έχει να κάνει μόνο με την κρίση αλλά με τη συνολική πορεία της Ελλάδας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το 1981 και μετά. Εν ολίγοις, η Ελλάδα είχε, συνολικά τα τελευταία 37 χρόνια, τις χειρότερες αναπτυξιακές επιδόσεις από κάθε άλλη χώρα-μέλος της Ε.Ε. Η ετήσια αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ, κατά μέσο όρο, δεν ξεπέρασε το 1% όλο αυτό το διάστημα και ήταν πέντε φορές χαμηλότερη από τα τριάντα χρόνια που προηγήθηκαν μέχρι το 1981.
Καμία άλλη χώρα της Ε.Ε. δεν τα πήγε τόσο κακά όσο η Ελλάδα. Μετά από 37 χρόνια συμμετοχής στην Ε.Ε. και παρά την τεράστια αναπτυξιακή βοήθεια που της προσφέρθηκε, η Ελλάδα βρίσκεται εκεί που ήταν το 1981, στο 60% περίπου του ευρωπαϊκού κατά κεφαλή εισοδήματος. Σήμερα, το ελληνικό βιοτικό επίπεδο είναι συγκρίσιμο με αυτό της Πολωνίας και, σε λίγα χρόνια, θα γίνει συγκρίσιμο με αυτό της Ρουμανίας. Αυτό που πριν από μερικά χρόνια ήταν ανέκδοτο είναι σήμερα το μέλλον της χώρας: μισθοί Βουλγαρίας.
Για τη ζοφερή αυτή εξέλιξη τη μεγαλύτερη ευθύνη έχει αναμφισβήτητα η ελληνική πολιτική ηγεσία συνολικά. Τόσο οι λαϊκιστές, με πρώτο διδάξαντα τον Ανδρέα Παπανδρέου, που ανατίναξαν τα δημόσια οικονομικά και έδιωξαν τις επενδύσεις όσο και οι εκσυγχρονιστές, όπως ο Κώστας Σημίτης, που ενώ υιοθέτησαν το ευρωπαϊκό στοίχημα του ευρώ δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν τις μεταρρυθμίσεις που θα επέτρεπαν στη χώρα να ευημερήσει εντός ευρώ. Η είσοδος στο ευρώ χωρίς μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού αποδείχτηκε καταστροφική. Από το 2008 τα λάθη ήταν αλλεπάλληλα, με κορυφαίο και εγκληματικό τη «διαπραγμάτευση» του πρώτου εξαμήνου του 2015, που συρρίκνωσε δραματικά τις προοπτικές της χώρας.
Το καταπληκτικό είναι ότι η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα δεν ασχολείται με την τεράστια ιστορική μας αποτυχία ούτε βέβαια αναζητεί τρόπους να την ξεπεράσουμε. Ομφαλοσκοπεί και επικεντρώνεται στο επουσιώδες για να ξεχνά το ουσιώδες. Έτσι αμέριμνοι συνεχίζουμε στον δρόμο της εθνικής παρακμής, την ώρα που ο διεθνής ανταγωνισμός αλλά και η διεθνής αστάθεια εντείνονται.
Αυτή τη χώρα επισκέπτεται η Μέρκελ για να αυτο-συγχαρεί αλλά και να πιέσει για την επίλυση της γνωστής διαφοράς με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Όμως, γι’ αυτά θα γράψουμε σε επόμενο άρθρο.