Του Δημήτρη Καιρίδη
Οι δηλώσεις του Ζόραν Ζάεφ περί διδασκαλίας της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα ξεσήκωσαν σάλο και προκάλεσαν, για μια ακόμα φορά, αμηχανία στην κυβέρνηση.
Ωστόσο, οι δηλώσεις Ζάεφ φαίνεται να είναι εναρμονισμένες με τη συμφωνία που η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε στις Πρέσπες. Σύμφωνα με τη συμφωνία αυτή “η επίσημη γλώσσα του δεύτερου μέρους (δηλαδή της ΠΓΔΜ) θα είναι η “μακεδονική γλώσσα” (άρθρο 1, παράγραφος 3, εδάφιο 3) και επιπλέον “το Δεύτερο Μέρος σημειώνει ότι η επίσημη γλώσσα του, η Μακεδονική γλώσσα, ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών” (άρθρο 7, παράγραφος 4).
Στην Καθημερινή της Κυριακής της 18ης Ιουνίου 2018 είχα επισημάνει, αμέσως μόλις δημοσιεύθηκε η Συμφωνία, σε άρθρο μου υπό τον τίτλο “Η λάθος συμφωνία”, μεταξύ των άλλων, τα εξής: “Η γλώσσα είναι το συστατικό στοιχείο κάθε έθνους. Η αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας από την Ελλάδα οδηγεί και στην αναγνώριση μακεδονικού έθνους. Η Ελλάδα έχει ήδη πρόβλημα με το «Σπίτι Μακεδονικού Πολιτισμού» στη Φλώρινα. Η συμφωνία αφήνει διάπλατα ανοικτή την πόρτα στην ίδρυση πολλών «κέντρων μακεδονικής γλώσσας» στη Βόρεια Ελλάδα. Η ιθαγένεια είναι ιδιότητα που απονέμει το κράτος. Η «Βόρεια Μακεδονία» θα έπρεπε ως λογικό επακόλουθο να απονέμει «βορειομακεδονική» ιθαγένεια.”
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα εδάφια 2 και 3 της τρίτης παραγράφου του πρώτου άρθρου της Συμφωνίας, περί μακεδονικής ιθαγένειας/εθνικότητας και μακεδονικής γλώσσας αντίστοιχα, αποτελούν (όχι τη μοναδική) ελληνική υποχώρηση και συνιστούν τα βασικά επιχειρήματα του Ζάεφ υπέρ της Συμφωνίας στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ. Η κυβέρνηση μάταια επιχειρεί να μας πείσει ότι η Ελλάδα είχε παραχωρήσει και αναγνωρίσει τη μακεδονική γλώσσα από παλιά. Οι πανηγυρισμοί του Ζάεφ τη διαψεύδουν.
Ο ίδιος ο Μάθιου Νίμιτς, ο μεσολαβητής του ΟΗΕ για το Μακεδονικό, είχε, κατ’ επανάληψη, πει πως δεν θεωρεί πιθανό η Αθήνα να δεχτεί αυτή την υποχώρηση και πως είναι λάθος για τα Σκόπια να επιμείνουν. Τελικά, αποδείχτηκε ότι εκείνος που έκανε λάθος ήταν ο Νίμιτς που δεν υπολόγιζε τη σπουδή της ελληνικής κυβέρνησης να υπογράψει τη σχετική συμφωνία και να εκκαθαρίσει την εκκρεμότητα. Για τους λόγους της σπουδής αυτής έχουν ήδη γραφτεί πολλά και θα έχει σίγουρα πολλά να πει ο ιστορικός του μέλλοντος.
Προς το παρόν, ας επιμείνουμε στη μακεδονική γλώσσα. Διάφοροι, περισσότερο ή λιγότερο, «ειδικοί» αλλά, κυρίως, ανίδεοι παριστάνουν τους γλωσσολόγους και τους εθνολόγους στη χώρα μας. Η προσπάθειά τους να ορίσουν τη γλώσσα των γειτόνων μας αφορά κυρίως τους ίδιους. Οι γείτονές μας έχουν γλώσσα και θα συνεχίσουν να την ομιλούν και να την αποκαλούν όπως θέλουν. Όμως, είναι άλλο πράγμα το τι κάνουν αυτοί εκεί και άλλο το τι επιτρέπουμε να γίνεται εδώ.
Η υπογραφή και, ακόμα περισσότερο, η κύρωση της Συμφωνίας δεσμεύει τις ελληνικές αρχές. Μέχρι τώρα δεν είχαν επιτρέψει τη λειτουργία Σπιτιών «Μακεδονικού Πολιτισμού και Γλώσσας» στην ελληνική Μακεδονία. Τώρα, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούν να το αποτρέψουν. Με δεδομένο το πρόσφατο παρελθόν της περιοχής, ως τουλάχιστον το 1949, και τις δικαιολογημένες ευαισθησίες των Ελλήνων Μακεδόνων μπορεί εύκολα κανείς να φανταστεί την αντίδραση που αυτό θα προκαλέσει.
Εν κατακλείδι, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν επιλύει το Μακεδονικό Ζήτημα, όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές της και η κυβέρνηση. Το μεταλλάσσει. Μέχρι τώρα είχαμε ζήσει τρεις, χοντρικά, φάσεις: τη φάση της γέννησης του προβλήματος κατά την ύστερη Οθωμανική περίοδο, τη φάση της υιοθέτησης του «μακεδονισμού» από την Κομουνιστική Διεθνή και της εδραίωσης του επί της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας του Τίτο και τη φάση της ανεξάρτητης ΠΓΔΜ μετά το 1991. Τώρα, περνάμε στην τέταρτη φάση, αυτή της Βόρειας Μακεδονίας και την επιστροφή, υπό μια έννοια, στον παραδοσιακό «μακεδονισμό», χωρίς την αρχαιομανία του Νίκολα Γκρουέφσκι. Αλλά γι’ αυτή τη φάση και την επικύρωση της Συμφωνίας θα συνεχίσουμε αύριο.