Του Δημήτρη Καιρίδη
Το τέλος του τρίτου προγράμματος διάσωσης έδωσε την ευκαιρία στον διεθνή τύπο να ενσκήψει εκ νέου στην ιστορία της ελληνικής κρίσης και διάσωσης. Η Ελλάδα, ιδίως την περίοδο 2010-2012 και ξανά το 2015, έγινε πρωτοσέλιδο διεθνώς. Χιλιάδες άρθρα γράφτηκαν και πολλές ώρες τηλεοπτικού χρόνου αφιερώθηκαν στην κάλυψη των ελληνικών εξελίξεων. Τώρα, μετά από μια σχετική ύφεση την περίοδο 2016-2018, όταν η Ελλάδα έπαψε να παράγει δράματα όπως πριν, το διεθνές ενδιαφέρον αναζωπυρώνεται στιγμιαία, επιχειρώντας έναν απολογισμό του τι συνέβη την προηγούμενη οκταετία. Σημειωτέον ότι ο απολογισμός των περισσότερων διεθνών αφιερωμάτων για την Ελλάδα είναι μάλλον αρνητικός.
Όπως συνήθως συμβαίνει, οι ξένοι είδαν και συνεχίζουν να βλέπουν την Ελλάδα μέσα από τα δικά τους μάτια, τις δικές τους προκαταλήψεις αλλά και προτιμήσεις. Για τους συντηρητικούς η κρίση ήταν το αποτέλεσμα των ελλειμμάτων, για κάποιους αριστερούς ήταν προϊόν της έλλειψης αλληλεγγύης, για τους εθνικιστές ήταν απότοκη των περιορισμών του ενιαίου νομίσματος και του «ευρω-ιερατείου». Για τους Βορειοευρωπαίους η ελληνική κρίση ήταν το αποτέλεσμα της αλόγιστης σπατάλης των Ελλήνων. Για τους Αγγλοσάξωνες η ελληνική κρίση είχε να κάνει τόσο με την κακώς σχεδιασμένη ευρωζώνη όσο και με τη γερμανική εμμονή στη λιτότητα και την τιμωρία. Για τους Κινέζους η ελληνική κρίση ήταν απόδειξη της ευρύτερης κρίσης της Δύσης και της παρακμής της Ευρώπης και ούτω καθεξής.
Με άλλα λόγια, καθένας έπλασε τη δική του ιστορία για την ελληνική κρίση. Η Ελλάδα μετατράπηκε σε έναν τεράστιο καμβά πάνω στον οποίο οι ξένοι προέβαλαν τις δικές τους φοβίες και επιθυμίες. Η ελληνική ιστορία απέκτησε διαστάσεις πέρα από τις «λεπτομέρειες» αυτής καθαυτής της ελληνικής κρίσης. Άλλωστε, οι περισσότεροι των ανταποκριτών και αναλυτών λίγο ενδιαφέρονταν για την ίδια την Ελλάδα. Το βασικό μέλημά τους ήταν τα ευρύτερα ζητήματα, όπως είναι η συνοχή της ευρωζώνης και η βέλτιστη πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης που έπληξε τις περισσότερες δυτικές οικονομίες από το 2008 και μετά.
Στην αρχή της κρίσης, ο γνωστός Άγγλος ιστορικός, Μαρκ Μαζάουερ, έγραψε στους Financial Times ότι η Ελλάδα υπήρξε πολλές φορές στη σύγχρονη ιστορία της προπομπός ευρύτερων διεθνών εξελίξεων, ένα καναρίνι στο κελάρι που προειδοποιεί για τα μελλούμενα.
Το 1821, με την εθνική της επανάσταση, η Ελλάδα προανήγγειλε την άνοδο του εθνικισμού όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη. Το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών με την Τουρκία, δημιούργησε ένα μοντέλο διαχείρισης των αλλοεθνών που ακολουθήθηκε αργότερα και αλλού. Το 1947 έγινε η αιτία για την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν και ένα από τα πρώτα θέατρα του εκκολαπτόμενου Ψυχρού Πολέμου. Το 1974, μαζί με την Πορτογαλία και την Ισπανία, εγκαινίασε το «τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού» που, στη συνέχεια, σάρωσε τη Λατινική Αμερική, την Ανατολική Ασία, την Ανατολική Ευρώπη, μέρος της Αφρικής και, πιο πρόσφατα, της Μέσης Ανατολής.
Το 2010 η Ελλάδα έγινε η πρώτη χώρα της ευρωζώνης που αποκλείστηκε από τις αγορές. Στη συνέχεια την ακολούθησαν κι άλλες, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, ενώ ο φόβος να μην την ακολουθήσει η Ισπανία και, κυρίως, η Ιταλία οδήγησε σε αλλαγή πλεύσης την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το 2012. Τέλος, το 2015 η νίκη του Σύριζα και των ΑΝΕΛ στις εκλογές και στο δημοψήφισμα προανήγγειλαν την άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα. Όμως εξαιτίας της ιστορίας, της θέσης, των συμμαχιών, της διασποράς αλλά και των πολιτικών επιλογών του λαού της συνεχίζει να κινεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον σε δυσανάλογο βαθμό σε σχέση με το πραγματικό της μέγεθος.