Του Δημήτρη Καιρίδη
Η σύνοδος των G-7, της ομάδας των πλουσιότερων και ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη, στον Καναδά κατέληξε, για πρώτη φορά στην ιστορία της, χωρίς την προσυπογραφή ενός κοινού ανακοινωθέντος και με τον Πρόεδρο Τραμπ να εξαπολύει προσωπικές προσβολές εναντίον του οικοδεσπότη πρωθυπουργού Τζάστιν Τρυντό. Αν και ο κόσμος έχει συνηθίσει έναν Τραμπ που παραληρεί και ψευδολογεί, αυτή τη φορά ξεπέρασε κάθε όριο.
Τα εμπορικά ελλείμματα της Αμερικής με την Ευρώπη και τον Καναδά δεν έχουν να κάνουν με εμπόδια, δασμούς και άδικες εμπορικές πρακτικές. Με εξαίρεση κάποιους λίγους τομείς, η Ευρώπη και ο Καναδάς έχουν πολύ χαμηλό δασμολόγιο στα εισαγόμενα προϊόντα από τις ΗΠΑ. Το εμπορικό έλλειμμα της Αμερικής έχει να κάνει με την υψηλότερη ανταγωνιστικότητα των εισαγόμενων ή, αν θέλει κανείς να είναι οικονομικά πιο προχωρημένος, με τη χαμηλή εσωτερική αποταμίευση (ή την υψηλή κατανάλωση) των Αμερικανών σε σχέση με τις επενδυτικές τους ανάγκες.
Η πρόσφατη σύνοδος των G-7 ίσως καταγραφεί ως ένα κρίσιμο ορόσημο καθώς η Δύση εμφανίζεται σήμερα στα πρόθυρα ενός εμπορικού εμφύλιου πολέμου με απρόβλεπτες πολιτικές και οικονομικές συνέπειες. Πέρα από την ασυναγώνιστη ισχύ της, η Αμερική είχε το μοναδικό πλεονέκτημα ενός παγκόσμιου δικτύου συμμαχιών. Είναι προφανές ότι για τον Τραμπ οι συμμαχίες που, με φροντίδα, οικοδόμησαν όλοι οι προκάτοχοι του, είναι βάρος παρά πλεονέκτημα για την Αμερική. Και, πως οι κανόνες και οι αρχές του διεθνούς συστήματος, που η ίδια η Αμερική οικοδόμησε μεταπολεμικά, στρέφονται εναντίον των συμφερόντων της. Πρόκειται για αντιστροφή της πραγματικότητας, η οποία όμως γίνεται πιστευτή από αρκετούς Αμερικάνους που διατηρούν τον Τραμπ στην εξουσία. Ο ισχυρισμός είναι εξοργιστικός αρκεί να σκεφτεί κανείς τα τεράστια οφέλη που αποκομίζει η Αμερική από τη διεθνή κυριαρχία του δολάριου ως του παγκόσμιου νομίσματος.
Η Δύση είναι σήμερα διασπασμένη και γι’ αυτό αποδυναμωμένη. Αυτό είναι σε βάρος όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και της ίδιας της Αμερικής. Εκείνος που έχει λόγους να χαίρεται είναι ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο Τραμπ υποστήριξε με πάθος την επιστροφή της Ρωσίας στους G-7 από τους οποίους αποβλήθηκε μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2014. Σημειωτέον ότι η Ρωσία έχει μια οικονομία μικρότερη της Βραζιλίας και στο ίδιο μέγεθος με της Ισπανίας. Η συμμετοχή της στους G-7 έγινε για γεω-στρατηγικούς λόγους. Στο βαθμό που η Ουκρανία παραμένει ακρωτηριασμένη, για τους περισσότερους των G-7, πλην Αμερικής και, τώρα, Ιταλίας, οι ίδιοι γεω-στρατηγικοί λόγοι επιβάλουν την τιμωρία της Ρωσίας. Το βέβαιο είναι ότι ο Τραμπ δεν υπηρετεί το «America first», με το οποίο εκλέχθηκε, αλλά ίσως το «Russia first»…