Του Δημήτρη Καιρίδη
Σήμερα συμπληρώνονται τρία χρόνια από το καταστροφικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, το οποίο έπληξε βαρύτατα την οικονομία, την κοινωνία και τους θεσμούς της χώρας.
Η διενέργεια του δημοψηφίσματος καταβαράθρωσε την εμπιστοσύνη, προκάλεσε τραπεζικό πανικό, οδήγησε σε τραπεζική αργία και ελέγχους κεφαλαίων, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ακύρωσε μεγάλο μέρος της προσπάθειας που είχε γίνει τα προηγούμενα χρόνια και οδήγησε σε ένα βαρύτατο τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, με αιματηρή λιτότητα που προστέθηκε σε αυτή που είχαν ήδη υποστεί οι Έλληνες την περίοδο 2010-2015.
Επιπλέον, η ελληνική κοινωνία διχάστηκε όσο ποτέ άλλοτε μεταπολιτευτικά και οι δημοκρατικοί θεσμοί εξευτελίστηκαν από ένα δημοψήφισμα, το οποίο πολλοί ειδικοί θεώρησαν αντι-συνταγματικό και το οποίο διενεργήθηκε σε εννιά μόλις μέρες από την προκήρυξή του, με ένα ερώτημα που έχρηζε πολλαπλών ερμηνειών, γραμμένο κατά το ήμισυ στα Αγγλικά.
Το μόνο θετικό ίσως από την τραγική αυτή εμπειρία ήταν η κωλοτούμπα του Αλέξη Τσίπρα το ίδιο εκείνο βράδυ, η οποία γλίτωσε την Ελλάδα, με τη βοήθεια και της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης της χώρας, από μια ακόμα καταστροφικότερη έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε.
Τρία χρόνια αργότερα, ο Πιέρ Μοσκοβισί μπορεί να επαίρεται για την ελληνική επιτυχία που σε συνδυασμό με την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών και την ταύτιση της ελληνικής πολιτικής με τις ανάγκες της Άνγκελα Μέρκελ στο μεταναστευτικό, ευθυγραμμίζουν, έστω και προσωρινά, την «άτακτη» Ελλάδα με την ευρωπαϊκή συναίνεση.
Τα προβλήματα, ωστόσο, για την Ευρώπη παραμένουν και, συχνά, συσσωρεύονται. Η Γαλλία του φιλο-ευρωπαίου Εμμανουέλ Μακρόν αντιτίθεται στη διεύρυνση της Ε.Ε. στα δυτικά Βαλκάνια και αντιμετωπίζει με απροσχημάτιστη μιζέρια τα μεταρρυθμιστικά ανοίγματα του Ζόραν Ζάεφ και του Έντι Ράμα. Στην άλλοτε ακραία φιλο-ευρωπαϊκή Ιταλία κυβερνά μια περίεργη κυβέρνηση, η οποία ανά πάσα στιγμή μπορεί να προκαλέσει την ανάφλεξη του ιταλικού εφιάλτη. Στην Πολωνία δοκιμάζεται η δημοκρατία και μαζί και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ταυτόχρονα, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν κρύβει την επιθυμία του να δει την Ε.Ε. να διαλύεται.
Ακόμα και στην πιο ισχυρή και σταθερή χώρα της Ε.Ε., τη Γερμανία, στη χώρα όπου το ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά 20% σε σχέση με το 2008 και όπου η ανεργία είναι κάτω από το 4%, ο λαϊκισμός καλά κρατεί, όπως αποδεικνύει η συμφωνία της Άνγκελας Μέρκελ με τον Χορς Ζίχοφερ για το μεταναστευτικό.
Το μέλλον της Ζώνης του Σένγκεν, της ανεμπόδιστης κυκλοφορίας προσώπων εντός του μεγαλύτερου μέρους της Ε.Ε., φαίνεται πως θα κριθεί στην αυστρο-γερμανική μεθόριο. Σύμφωνα με τη συμφωνία, η Γερμανία θα επιστρέφει στην Αυστρία όσους εν δυνάμει πρόσφυγες έχουν αιτηθεί άσυλο σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο ξανθός λευκός θα περνά τα σύνορα χωρίς έλεγχο. Ο μελαχρινός θα υπόκειται σε έλεγχο κι αν βρεθεί ότι έχει αιτηθεί ήδη ασύλου δεν θα του επιτρέπεται η είσοδος στη Γερμανία.
Η Ελλάδα και η Ισπανία έχουν συμφωνήσει να δεχτούν πίσω αυτούς τους αιτούντες ασύλου αλλά όχι η Ιταλία, που αποτελεί και την κύρια πηγή εισόδου προσφύγων και παράτυπων μεταναστών στην Ε.Ε. σήμερα. Η Αυστρία του σκληρού Σεμπάστιαν Κουρτς δεν θέλει να κρατήσει αυτή τους αιτούντες ασύλου και διαβεβαιώνει ότι θα τους επιστρέφει στην Ιταλία, όπου ο ακόμα σκληρότερος Ματέο Σαλβίνι της Λίγκας, δεν τους θέλει με τίποτα πίσω.
Η κρίση στις αυστρο-γερμανικές και στις αυστρο-ιταλικές σχέσεις στο προσεχές μέλλον μοιάζει αναπόφευκτη και η Ζώνη Σένγκεν, ένας κεντρικός πυλώνας της ευρωπαϊκής ενοποίησης κινδυνεύει, την ώρα που το σύνολο των αιτούντων ασύλου που εισήλθαν στη Γερμανία το 2018 δεν ξεπερνά τους 20.000, σε μια χώρα με πληθυσμό 82 εκατομμύρια.