Του Δημήτρη Καιρίδη
Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στην Άγκυρα ολοκληρώθηκε χωρίς εκπλήξεις και χωρίς ιδιαίτερα απτά αποτελέσματα. Όσοι θεωρούν ότι ο χρόνος τρέχει σε βάρος μας, απογοητεύτηκαν. Όσοι αμφισβητούν τη διπλωματική δεινότητα του Τσίπρα, ιδίως μετά την κατάληξη της περίφημης 17ωρης διαπραγμάτευσης το καλοκαίρι του 2015 αλλά και την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, ανακουφίστηκαν.
Σε κάθε περίπτωση, η επίσκεψη του Τσίπρα δεν ανέτρεψε και δεν θα μπορούσε εύκολα να ανατρέψει την παγιωμένη δυναμική των ελληνο-τουρκικών σχέσεων. Όσοι βιάζονται, όσοι αρέσκονται σε θεαματικές διπλωματικές κινήσεις, όσοι πιστεύουν ότι οι ελληνο-τουρκικές διαφορές παραμένουν ανεπίλυτες επειδή δεν υπάρχει η πολιτική βούληση ή η διπλωματική φαντασία, δεν συνειδητοποιούν το αυτονόητο. Στον πυρήνα της, η ελληνο-τουρκική διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί για τον απλούστατο λόγο ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να δώσει στην Τουρκία αυτό που της ζητά και καμία τουρκική κυβέρνηση δεν μπορεί να υποχωρήσει από τις πάγιες απαιτήσεις της στο Αιγαίο.
Είμαστε με άλλα λόγια καταδικασμένοι να συνυπάρξουμε με τις διαφορές μας. Οριστική και πλήρης λύση στο ελληνο-τουρκικό πρόβλημα δεν μπορεί, προς το παρόν, και, ιδίως, μετά την αναβολή επ’ αόριστον της τουρκικής ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να υπάρξει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ένταση είναι αναπόφευκτη. Θα πρέπει να καταβάλλεται συνεχής προσπάθεια αυτή να περιορίζεται και να παραμένει διαχειρίσιμη. Η αλήθεια είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες, οι διπλωματικές υπηρεσίες και οι ένοπλες δυνάμεις και των δύο χωρών έχουν αποκτήσει μεγάλη εμπειρία και έχουν διαχειριστεί την ένταση, παρά τις κατά καιρούς εξάρσεις, με ωριμότητα. Το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για όλα τα μέσα ενημέρωσης και όλους τους δημοσιογράφους.
Η πιο ελπιδοφόρα εξέλιξη της μετά-Ελσίνκι εποχής στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις είναι η ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας. Η Τουρκία συγκαταλέγεται στις τρεις πρώτες χώρες εξαγωγής ελληνικών προϊόντων. Η τουρκική αγορά είναι διπλάσια της βαλκανικής. Η Κωνσταντινούπολη μόνη της είναι μια Βουλγαρία, μια Σερβία, μια ΠΓΔΜ και μια Αλβανία μαζί. Οι ευκαιρίες και οι προοπτικές ανάπτυξης του εμπορίου και των επενδύσεων είναι τεράστιες.
Είναι κρίμα που ο Τσίπρας, και σε αντίθεση με τον Ερντογάν, δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για την προώθηση της ελληνικής επιχειρηματικότητας, ούτε στο εσωτερικό ούτε, πολύ περισσότερο, στο εξωτερικό. Η ανάταξη της Ελλάδας περνά μέσα από την εκμετάλλευση όλων των οικονομικών ευκαιριών και η Τουρκία είναι μια από τις σημαντικότερες στην περιοχή μας. Σε αυτό το μέτωπο θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της η επόμενη κυβέρνηση, που έτσι κι αλλιώς, θα αναδειχτεί μέσα στους επόμενους μήνες.