Του Δήμητρη Καιρίδη
Οι δημοσκοπήσεις από τα Σκόπια που βλέπουν το φως της δημοσιότητας στα ελληνικά ΜΜΕ αναφέρονται, ως επί το πλείστον, στην περίοδο Ιουλίου-αρχές Αυγούστου και όχι στην τρέχουσα. Οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, των τελευταίων δυο εβδομάδων, δείχνουν μια σαφή μετατόπιση όσων εναντιώνονται στη συμφωνία με την Ελλάδα από το «όχι» στην αποχή. Η πιο σημαντική εξέλιξη σε σχέση με το επικείμενο δημοψήφισμα στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έχει να κάνει με τη δυναμική που έχει αναπτύξει η εκστρατεία μποϊκοτάζ του δημοψηφίσματος διά της αποχής.
Η εξέλιξη αυτή έχει να κάνει με την απροθυμία και, εν τέλει, την αδυναμία της εθνικιστικής αντιπολίτευσης του VMRO να πάρει ξεκάθαρη θέση εναντίον της συμφωνίας, επιλέγοντας αντίθετα τη ψήφο κατά συνείδηση. Οι οπαδοί της αποχής προσβλέπουν στην τεράστια διαρροή πολιτών που μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Υπολογίζεται ότι σχεδόν ένας στους τέσσερις κατοίκους της ΠΓΔΜ της πιο πρόσφατης απογραφής του 2002 έχει μεταναστεύσει και ότι ο πληθυσμός της χώρας από 2,1 εκατομμύρια έχει σήμερα πέσει κοντά στο 1,6 εκατομμύρια.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση που διεξήγαγαν οι Тelma Television, το Macedonian Center for International Cooperation (MCIC) και το Institute for Democracy Societas Civilis – Skopje (IDSCS), το «ναι» έχει ένα σαφές προβάδισμα και διατηρεί εδώ και αρκετό καιρό ένα συμπαγές 40-42% στο σύνολο των ερωτηθέντων. Το ποσοστό αυτό, που δεν αυξάνεται αλλά και δεν μειώνεται, προέρχεται από δυο κυρίως δεξαμενές, τους Αλβανούς, οι οποίοι αποτελούν το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος, και τους ψηφοφόρους των Σοσιαλδημοκρατών του πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ όσων απαντούν ότι θα ψηφίσουν, το «ναι» εκτινάσσεται στο 71% ενώ το «όχι» περιορίζεται στο 15% με το υπόλοιπο ποσοστό αναποφάσιστο.
Η εκστρατεία υπέρ του «ναι» κυριαρχεί στα ΜΜΕ και τη δημόσια σφαίρα, ο Ζάεφ παραμένει προσωπικά δημοφιλής (χάρη στις προτιμήσεις και των Αλβανών, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει με άλλους Σλαβομακεδόνες πολιτικούς), η αντιπολίτευση είναι διχασμένη και αποδιοργανωμένη, ιδίως εξαιτίας των ποινικών διώξεων εναντίον του πρώην πρωθυπουργού Νίκολα Γκρουέφσκι και των συνεργατών του, και ο δυτικός παράγοντας, κυρίως οι Αμερικάνοι και οι Γερμανοί, έχουν παρέμβει ανοικτά υπέρ του «ναι». Η σύνδεση της υπερψήφισης της συμφωνίας με την ευρω-ατλαντική προοπτική της ΠΓΔΜ λειτουργεί καταλυτικά υπέρ της. Η πλειοψηφία των υποστηρικτών του «ναι», σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, είναι κουρασμένη από τη στασιμότητα των τελευταίων 27 χρόνων. Το 50% όσων ψηφίζουν «ναι» το κάνουν για την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. και το 40% γιατί θεωρούν τη συμφωνία καλή, αν και μόλις 3% των ερωτηθέντων απαντά ότι έχει διαβάσει τη συμφωνία.
Με δεδομένη την άνετη επικράτηση του «ναι» μεταξύ όσων ψηφίσουν, το ερώτημα μετατοπίζεται στο πόσοι θα ψηφίσουν κι αν θα επιτευχθεί η συμμετοχή του 50%+1 του εγγεγραμμένου αριθμού των ψηφοφόρων. Σήμερα, το 30% περίπου των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι θα απόσχουν. Η συντριπτική τους πλειοψηφία προέρχεται από τους ψηφοφόρους του VMRO και η επιλογή τους έχει να κάνει όχι τόσο με αδιαφορία αλλά με μια συνειδητή επιλογή μποϊκοτάζ του δημοψηφίσματος. Μόνοι τους δεν είναι αρκετοί για να κερδίσουν τις πολιτικές εντυπώσεις. Όμως, σε συνδυασμό με ένα περίπου 25% εγγεγραμμένων ψηφοφόρων που δεν κατοικούν πια στην ΠΓΔΜ και τη φυσιολογική αποχή που συμπεριλαμβάνει κάθε εκλογική διαδικασία, το συνολικό ποσοστό της αποχής ίσως ξεπεράσει το 50%. Οι εγγεγραμμένοι σήμερα είναι λίγο πάνω από 1,8 εκατομμύρια ψηφοφόροι. Για την πλήρη νομιμοποίηση του δημοψηφίσματος χρειάζονται 910.000 περίπου ψηφίσαντες. Σύμφωνα με τις προβλέψεις και τις ανάγωγες, το «ναι» κινείται περίπου στις 700.000 ψήφους.
Το δημοψήφισμα είναι συμβουλευτικό και όχι δεσμευτικό. Το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ προβλέπει μόνον τη δεύτερη περίπτωση και για να είναι έγκυρο χρειάζεται η συμμετοχή του 50%+1 των εγγεγραμμένων. Το παρόν δημοψήφισμα προκηρύχτηκε με βάση ειδικό νόμο που ψήφισε η βουλή που δεν αναφέρει την ανάγκη υψηλής συμμετοχής.
Με άλλα λόγια, το δημοψήφισμα είναι μια πολιτική πράξη και το αποτέλεσμά του θα είναι ανοικτό σε διάφορες ερμηνείες. Οι υπέρμαχοι του «ναι» θα εκμεταλλευτούν το υψηλό ποσοστό του «ναι» για να πείσουν τη βουλή να προχωρήσει στη συνταγματική αλλαγή. Οι υπέρμαχοι του «όχι» θα σταθούν στην αποχή, αν αυτή ξεπεράσει το 50%, για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της ακυρότητας της όλης διαδικασίας. Εν τέλει, η μάχη θα μεταφερθεί στη βουλή όπου αναζητείται η συνταγματική πλειοψηφία του 2/3 των βουλευτών.