Του Δημήτρη Καιρίδη
Μπροστά στον κίνδυνο να καταψηφιστεί, από πάνω από 100 κυβερνητικούς βουλευτές, η συμφωνία για το Brexit, την οποία, επί ενάμιση χρόνο, διαπραγματεύθηκε, η Τερέζα Μέι προτίμησε την ταπείνωση της αναβολής της ψηφοφορίας.
Η Μέι κέρδισε λίγο χρόνο, αν και ουδείς γνωρίζει σε τι θα της χρησιμεύσει, αφού οι Ευρωπαίοι δεν πρόκειται να δεχτούν την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας. Ουσιαστικά, η βρετανική κυβέρνηση βρίσκεται παράλυτη και ανίκανη να κατευθύνει τα γεγονότα προς ένα, οποιοδήποτε, τέλος. Το σημερινό χάος, σε μια χώρα με τεράστια παράδοση στην πολιτική σοβαρότητα, είναι ένα μεγάλο μάθημα για κάθε επίδοξο λαϊκιστή πολιτικό αλλά, κυρίως, για κάθε επιρρεπή στον λαϊκισμό εκλογικό σώμα.
Η εκστρατεία για το Brexit βασίστηκε σε μια σειρά από μεγάλα ψέματα, με κεντρικό ότι η Μεγάλη Βρετανία μπορεί να ανακτήσει τον έλεγχο των συνόρων της και, ταυτόχρονα, να διατηρήσει την πρόσβαση της στην κοινή αγορά. Οι υπέρμαχοι του Brexit υπερφίαλα διακήρυτταν ότι το Λονδίνο διέθετε όλους τους άσους στο μανίκι του ενώ οι Βρυξέλλες δεν θα μπορούσαν παρά να υποχωρήσουν. Η Μέι προχώρησε στην ενεργοποίηση του άρθρου 50 για την έξοδο της Βρετανίας χωρίς κανένα ξεκάθαρο σχέδιο τι είδους Brexit επιθυμεί. Έτσι, στα τυφλά και στα ψέματα ξεκίνησε η μεγαλύτερη δοκιμασία της βρετανικής πολιτικής τον τελευταίο μισό αιώνα.
Η απλή αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να συμμετέχεις σε ένα κλαμπ χωρίς να προσυπογράψεις τους κοινούς κανόνες λειτουργίας του, χωρίς να δεχτείς την εξουσία των δικαιοδοτικών οργάνων του και χωρίς να πληρώνεις την ετήσια συνδρομή του. Μάλιστα, τα υπόλοιπα μέλη του κλαμπ δεν θα επιτρέψουν καμία παραχώρηση στα σημεία αυτά γιατί οποιαδήποτε παραχώρηση θα σήμανε τη διάλυση, ουσιαστικά, του κλαμπ.
Επιπλέον, κατά τη διαπραγμάτευση ανέκυψε το πρόβλημα της Βόρειας Ιρλανδίας, το οποίο ουδόλως είχε συζητηθεί κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του δημοψηφίσματος. Προ εικοσαετίας, η Μεγάλη Βρετανία υπέγραψε τη διεθνή Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας για την ειρήνευση της Βόρειας Ιρλανδίας, η οποία, προβλέπει την ουσιαστική εξάλειψη του χερσαίου συνόρου μεταξύ της Ιρλανδίας και της Βορείου Ιρλανδίας. Το Brexit επαναφέρει το σύνορο και, μάλιστα, στην πιο σκληρή μορφή, όπως δεν ίσχυε ποτέ μετά το 1973, όταν οι δυο χώρες εισήλθαν στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Για να γίνει σεβαστή η βρετανό-ιρλανδική συμφωνία, θα πρέπει η Βόρεια Ιρλανδία να παραμείνει εντός της κοινής αγοράς και, στην ουσία, να αποσπαστεί εμπορικά από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό εξοργίζει τους Βρετανούς εθνικιστές που ενώ διακήρυτταν ότι το Brexit θα καταστήσει το Ηνωμένο Βασίλειο κυρίαρχο, τώρα απειλεί να το διαλύσει.
Εάν ο συμβιβασμός της συμφωνίας για το Brexit που υπέγραψε η Μέι θεωρηθεί νεκρός, τότε υπάρχουν δυο δρόμοι. Brexit χωρίς συμφωνία, δηλαδή έλεγχος χωρίς πρόσβαση ή ένα νέο δημοψήφισμα. Αυτό που αρχίζουν να κατανοούν οι Βρετανοί ψηφοφόροι είναι το πολύ απλό ότι ο έλεγχος, σε έναν κόσμο αλληλεξάρτησης, έχει οικονομικό και πολιτικό κόστος. Κάθε λαός έχει δικαίωμα να επιλέξει να είναι φτωχότερος και πιο ανίσχυρος, αν προτιμά να έχει τον πλήρη έλεγχο και να είναι ελεύθερος από τη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ή να κλείνει, κατά το δοκούν, τα σύνορά του στην διακίνηση των άλλων Ευρωπαίων.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι η Βρετανία είχε την ιδανική λύση μέχρι το Brexit: συναποφάσιζε για όλα εντός της Ε.Ε. αλλά δεν συμμετείχε ούτε στο ευρώ, ούτε στο Σένγκεν. Αλλά αυτό δεν της ήταν αρκετό. Τώρα, η επιλογή δεν μπορεί παρά να είναι δυσάρεστη και, ίσως, γι’ αυτό το καλύτερο θα ήταν να ξαναρωτηθεί ο κυρίαρχος λαός, μιας και οι πολιτικοί του τα κάναν θάλασσα.
Φωτογραφία αρχείου Reuters