Του Δημήτρη Καιρίδη
Κάτι συνέβη κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Ερντογάν στην Ελλάδα τον περασμένο Δεκέμβριο και οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις πήραν την κατρακύλα.
Πρώτα εμποδίστηκε ο Πάνος Καμμένος να προσεγγίσει τα Ίμια στην επέτειο του γνωστού επεισοδίου τον Ιανουάριο του 1996. Στη συνέχεια είχαμε τον εμβολισμό του «Γαύδος» στα Ίμια από την τουρκική ακτοφυλακή, την παρεμπόδιση των ερευνών της ιταλικής ΕΝΙ στην κυπριακή ΑΟΖ, τη σύλληψη των δυο Ελλήνων αξιωματικών στον Έβρο και την κράτησή τους από τις τουρκικές αρχές, το επεισόδιο με το ελικόπτερο στο Καστελόριζο και τώρα τον ισχυρισμό για την υποστολή της ελληνικής σημαίας από μια βραχονησίδα στους Φούρνους.
Εκείνο που κάνει εντύπωση και προκαλεί ανησυχία είναι το γεγονός ότι στις προκλήσεις του Τούρκου πρωθυπουργού ή του Τούρκου ΥΠΕΞ δεν απαντά το ελληνικό ΥΠΕΞ αλλά, κυρίως, το ελληνικό ΥΠΕΘΑ. Φαίνεται πως ο Έλληνας ΥΠΕΞ έχει αποφασίσει να ασχοληθεί με την επίλυση του Μακεδονικού και την αναβάθμιση των σχέσεων με την Αλβανία και έχει αποδεχτεί ότι τα ελληνο-τουρκικά είναι ένα προνομιακό πεδίο για τον κυβερνητικό εταίρο και Έλληνα ΥΠΕΘΑ, προκειμένου αυτός να αναζωογονήσει τα λαϊκά του ερείσματα ενόψει των εκλογών που έρχονται. Επιπλέον, ο πρωθυπουργός, αντί να έχει τον πλήρη έλεγχο, εμφανίζεται ως επιδιαιτητής της δύσκολης σχέσης μεταξύ των ΥΠΕΘΑ, του αναπληρωτή ΥΠΕΘΑ και του ΥΠΕΞ.
Τα πράγματα θα έπρεπε να είναι πιο απλά. Στην Ελλάδα ελάχιστοι γνωρίζουν τον Νουρετίν Τσανικλί. Είναι ο Τούρκος ΥΠΕΘΑ. Αντίθετα το όνομα του Πάνου Καμμένου τείνει να γίνει γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό στην Τουρκία. Αυτό μπορεί να είναι καλό για το πολιτικό μέλλον του Έλληνα ΥΠΕΘΑ αλλά δημιουργεί μια ανεπίτρεπτη δυσλειτουργία στη διαχείριση της δύσκολης ελληνο-τουρκικής σχέσης. Η εξωτερική πολιτική ασκείται από την υπεύθυνη κυβέρνηση μέσω του αρμόδιου ΥΠΕΞ και, σε ανώτερο επίπεδο, του πρωθυπουργού. Όλα τα άλλα δεν είναι εξωτερική αλλά εσωτερική πολιτική…