Του Δημήτρη Καιρίδη
Η ελληνική και η βρετανική κυβέρνηση εξασφάλισαν χθες βράδυ την κοινοβουλευτική εμπιστοσύνη που αναζητούσαν και απέφυγαν τις πρόωρες εκλογές.
Η μεγάλη δοκιμασία, ωστόσο, δεν είναι πίσω αλλά μπροστά τους. Για την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα η δοκιμασία έχει να κάνει με την επικύρωση της αντι-δημοφιλούς Συμφωνίας των Πρεσπών. Για την κυβέρνηση της Τερέζας Μέι τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα καθώς συνεχίζει να αναζητά μια συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την ομαλή αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας μέχρι τις 29 Μαρτίου, η οποία να χαίρει της υποστήριξης της βουλής.
Πίσω από τις δηλώσεις, τις αντεγκλήσεις και τη σύγχυση που εκπέμπεται βρίσκεται μια διαδικασία αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού. Η πίεση του Brexit διαιρεί τόσο τους Συντηρητικούς όσο και τους Εργατικούς, μεταξύ των υποστηρικτών της αποχώρησης με κάθε τρόπο, ακόμα και χωρίς συμφωνία, και των αντιπάλων τους που βρίσκονται μοιρασμένοι και στα δυο κόμματα και, κυρίως, στη δεξιά πτέρυγα των Εργατικών, η οποία υποστηρίζει την πρόταση για ένα νέο δημοψήφισμα ώστε να ακυρωθεί το πρώτο.
Στην Ελλάδα, η συμφωνία για το Μακεδονικό γίνεται όχημα για μια ακόμα μεταμόρφωση του Αλέξη Τσίπρα. Ο Έλληνας πολιτικός, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του ως νεολαίος της κομουνιστικής αριστεράς, προσχώρησε αργότερα στην ανανεωτική αριστερά, η οποία του προσέφερε μεγαλύτερα περιθώρια για να ξεδιπλώσει τα ταλέντα του, υποστήριξε τη ριζοσπαστικοποίηση της και την περιθωριοποίηση της παλιάς φρουράς των ευρωπαϊστών εντός της (Κύρκου, Παπαγιαννάκη), άδραξε την ευκαιρία της οικονομικής κρίσης το 2010 για να ηγηθεί του αντι-μνημονιακού μετώπου, σε συνεργασία με «πατριωτικές δυνάμεις» της άκρας δεξιάς, ήρθε σε σύγκρουση με τους δανειστές ως πρωθυπουργός, για να συμβιβαστεί ατάκτως στη συνέχεια και να εφαρμόσει, με νεο-φιλελεύθερη συνέπεια, ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας και πλεονασμάτων, επιχειρεί σήμερα να εμφανιστεί ως ο νέος σοσιαλοδημοκράτης ηγέτης της ελληνικής κεντροαριστεράς.
Η στόχευση είναι σαφής. Ο Τσίπρας θέλει να καταστεί ο δεύτερος ισχυρός πόλος τους ελληνικού κομματικού συστήματος στο νέο μετα-μνημονιακό διπολισμό. Γνωρίζει ότι στην Ελλάδα ο χώρος της κεντροαριστεράς είναι προνομιακός και κοινωνικά πλειοψηφικός. Το βασικό του εμπόδιο είναι το Κίνημα Αλλαγής και το ίδιο του το παρελθόν. Το ΚΙΝΑΛ είναι ο μόνος πολιτικός φορέας που στέκεται ανάχωμα στα επεκτατικά σχέδια του Τσίπρα. Όλα τα υπόλοιπα κόμματα στον ενδιάμεσο χώρο, και, κυρίως, το Ποτάμι, έχουν κοινωνικά εξαϋλωθεί. Ο αγώνας του Σύριζα μέχρι τις εκλογές θα είναι αδίστακτος και θα έχει στόχο την απαξίωση, συμπίεση και, εν τέλει, παράδοση του ΚΙΝΑΛ στον Σύριζα, όπως άλλοτε της ΕΔΗΚ στο τότε ΠΑΣΟΚ.
Ο αδύναμος κρίκος του ΚΙΝΑΛ παραμένει το ΚΙΔΗΣΟ. Ο Τσίπρας θα ήθελε να προσεταιριστεί τους Παπανδρεϊκούς, αν όχι και τον Γιώργο Παπανδρέου, οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι ο ρόλος τους στο σημερινό ΚΙΝΑΛ είναι περιορισμένος. Βασικό πρόβλημα αυτής της προσέγγισης είναι η τοξική κληρονομιά του αντι-μνημονιακού αγώνα, το κεντρικό αφήγημα του οποίου κατηγορούσε την κυβέρνηση Παπανδρέου ότι πρόδωσε την Ελλάδα στους ξένους.
Όμως, στην πολιτική η μνήμη είναι ασθενής και οι Λωτοφάγοι είναι μύθος ελληνικής εμπνεύσεως, καθώς παραπέμπει σε χαρακτηριστικά του Έλληνα. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής οι Έλληνες ζουν στο εφήμερο και για το εφήμερο.