Του Δημήτρη Καιρίδη
Οι αγορές εκδικούνται και ταπεινώνουν ακόμα και έναν παντοδύναμο Ερντογάν. Η αύξηση των επιτοκίων, παρά τις διαβεβαιώσεις του για το αντίθετο, η αποστολή των συμβούλων του στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη για να καθησυχάσουν τους διεθνείς επενδυτές, η έκκλησή του προς τους Τούρκους να αγοράσουν λίρες και να πουλήσουν τα δολάριά τους είναι μια ταπείνωση, προκειμένου να αποφευχθεί η πλήρης κατάρρευση παραμονές των κρίσιμων εκλογών. Η ίδια η επίσπευση των εκλογών έγινε στη λογική να αποφευχθούν τα χειρότερα στην οικονομία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η Τουρκία, με όρους οικονομικής ισχύος, βρίσκεται σε άνοδο, ιδίως συγκρινόμενη με όλους τους γείτονές της. Παραδοσιακές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, όπως η Αίγυπτος, εμφανίζονται αποδυναμωμένες. Το Ιράν έχει αυξήσει την περιφερειακή του επιρροή αλλά η οικονομία του, παρά την αφθονία του πετρελαίου, είναι μικρότερη από το μισό της τουρκικής και, σαράντα σχεδόν χρόνια μετά την ισλαμική επανάσταση, ακόμα παλεύει να βγει από τη διεθνή απομόνωση. Η Ελλάδα ταλαιπωρείται από την οικονομική καθίζηση και είναι δημογραφικά γερασμένη. Μόνον, ίσως η Ρωσία τα έχει πάει σχετικά καλά την τελευταία εικοσαετία, αλλά κι αυτή δεν έχει καμία σχέση με την ισχύ της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης.
Η Τουρκία ανήκει στους G20, τις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Για μια φτωχή μέχρι πρόσφατα χώρα, πρόκειται για ένα μεγάλο ιστορικό επίτευγμα που οφείλεται στην εργατικότητα και το πείσμα του τουρκικού λαού για πρόοδο και ευημερία. Η οικονομική ανάπτυξη έχει μετατρέψει την Τουρκία σε περιφερειακό ηγέτη και «μεσαία δύναμη», με αυξανόμενες προσδοκίες για περιφερειακή και κάποια παγκόσμια επιρροή. Το μέγεθος του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος της (ΑΕΠ) θα φτάσει σύντομα σε δολάρια Αμερικής το ένα τρισεκατομμύριο. Το 2017 η οικονομία της Τουρκίας αναπτύχθηκε με ρυθμό 7,2%, ενώ τη δεκαετία 2008-2017, η σωρευτική αύξηση έφθασε το 65%. Στόχος του Ερντογάν είναι η ένταξη της Τουρκίας στις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου μέχρι το 2023, την εκατονταετηρίδα της ίδρυσης της τουρκικής Δημοκρατίας.
Τα δημόσια οικονομικά της Τουρκίας είναι σε καλή κατάσταση. Μεγάλο μέρος της πρόσφατης οικονομικής επέκτασης βασίστηκε στις κατασκευές, τα μεγάλα δημόσια έργα και τα στεγαστικά δάνεια. Ωστόσο, η Τουρκία είναι ο μοναδικός σημαντικός εξαγωγέας μεταποιημένων προϊόντων στη νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Τα τελευταία χρόνια έχει αναδυθεί ως ένας από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς και σημαντικός ενεργειακός κόμβος, ενώ οι τουρκικές εταιρίες κυριαρχούν στην κατασκευαστική αγορά σε μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Προβλήματα υπάρχουν και έχουν να κάνουν με το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών που αντανακλά τη διαρθρωτική αδυναμία της εγχώριας αποταμίευσης να χρηματοδοτήσει τις απαραίτητες επενδύσεις και άρα την ανάγκη για ξένα κεφάλαια. Παρά τα οφέλη των ξένων επενδύσεων, που εκτός από κεφάλαια εισφέρουν γνώση και εξωστρέφεια, αυτές παραμένουν χαμηλές. Ταυτόχρονα, το εισόδημα του μέσου Τούρκου εξακολουθεί να είναι μόλις το ένα τρίτο του εισοδήματος του μέσου Ευρωπαίου.
Η άνοδος των διεθνών επιτοκίων και του δολαρίου αποδυναμώνουν την τουρκική λίρα, ενισχύουν τον πληθωρισμό και μειώνουν τη διεθνή εμπιστοσύνη στη φερεγγυότητα της Τουρκίας ως αναδυόμενης αγοράς. Επιπλέον, οι αυξανόμενες πολιτικές παρεμβάσεις στην οικονομία για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Ερντογάν και των συμμάχων του ενισχύουν την ανασφάλεια δικαίου, αποδυναμώνουν τις μεταρρυθμίσεις των αρχών της δεκαετίας του 2000, οι οποίες εξασφάλισαν την τρέχουσα ευημερία, διευρύνουν τη διαφθορά και σωρεύουν ανισορροπίες που εκθέτουν την Τουρκία στον κίνδυνο της φυγής κεφαλαίων, με φυσική κατάληξη την αναγκαστική προσφυγή εκ νέου στο ΔΝΤ.