Η συμφωνία Ελλάδας-ΠΓΔΜ έχει πολλά και κρίσιμα προβληματικά σημεία. Δυστυχώς η διαδικασία που ο πρωθυπουργός επέλεξε, να τη δημοσιοποιήσει την Τετάρτη το βράδυ και να την υπογράψει τρεις μέρες μετά, χωρίς να ενημερώσει ούτε καν το υπουργικό του συμβούλιο, αποτελεί την αποθέωση της μυστικής προσωπικής διπλωματίας.
Η χώρα δεσμεύεται για ένα μείζονος σημασίας εθνικό θέμα που έχει ταλαιπωρήσει τη διπλωματία της για 27 χρόνια και στο οποίο ξόδεψε τεράστιο διπλωματικό κεφάλαιο με διαδικασίες fast-track, «αποφασίζομεν και διατάσομεν» και πλήρη περιφρόνηση της δημοκρατικής αρχής. Όπως και με το δημοψήφισμα του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας θέτει ασφυχτικά χρονικά πλαίσια και ποντάρει στον εθνικό διχασμό για να ανακατέψει την πολιτική τράπουλα. Αυτά ξέρει να κάνει αυτά κάνει.
Η συμφωνία δεν εξασφαλίζει το erga omnes στη χρήση του ονόματος. Αυτή αφορά τη χρήση α) στους πολυμερείς οργανισμούς, β) στις διμερείς σχέσεις και γ) την εσωτερική χρήση. Το α το έδινε χωρίς πρόβλημα και ο Νίκολα Γκρουέφσκι. Το β το εξασφάλιζαν οι Αμερικάνοι με απόφαση του Σ.Α. του ΟΗΕ. Το κρίσιμο ήταν πάντα το γ. Η συμφωνία συνδέει το γ με την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ στην ΕΕ. Όμως η Ελλάδα δεν είναι αυτή που αποφασίζει γι’ αυτή την πορεία. Αποφασίζουν και οι υπόλοιπες 27 χώρες της ΕΕ. Ήδη η Γαλλία αρνείται τη διεύρυνση της ΕΕ.
Επιπλέον, η Ελλάδα δεσμεύεται να μην προβάλει καμία αντίρρηση στις ενταξιακές αυτές διαπραγματεύσεις. Όμως υπάρχουν μια σειρά από διμερή προβλήματα, όπως η μόλυνση του ποταμού Αξιού που επιβαρύνει τον Θερμαϊκό Κόλπο, τα οποία περιμένουν να λυθούν μέσω αυτής της ενταξιακής διαπραγμάτευσης. Η Ελλάδα εκ των προτέρων τα παραδίδει και δεσμεύεται να πει ναι σε όλα ότι κι αν κάνει η ΠΓΔΜ στα ζητήματα αυτά.
Η γλώσσα είναι το συστατικό στοιχείο κάθε έθνους. Η αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας από την Ελλάδα οδηγεί και στην αναγνώριση μακεδονικού έθνους. Η Ελλάδα έχει ήδη πρόβλημα με το «Σπίτι Μακεδονικού Πολιτισμού» στη Φλώρινα. Η συμφωνία αφήνει διάπλατα ανοικτή την πόρτα στην ίδρυση πολλών «κέντρων μακεδονικής γλώσσας» στη Βόρεια Ελλάδα. Η ιθαγένεια είναι ιδιότητα που απονέμει το κράτος. Η «Βόρεια Μακεδονία» θα έπρεπε ως λογικό επακόλουθο να απονέμει «βορειομακεδονική» ιθαγένεια.
Η ενδιάμεση συμφωνία του 1995 προέβλεπε ρήτρες εναντίον του αλυτρωτισμού μόνο της ΠΓΔΜ. Η τελική συμφωνία του Αλέξη Τσίπρα αμοιβαιοποιεί τις ρήτρες αυτές και εξισώνει το πρόβλημα του αλυτρωτισμού και στις δυο πλευρές. Έτσι, όμως, στο μέλλον, μια κακόπιστη κυβέρνηση στα Σκόπια, ενός νέου Γκρουέφσκι, θα έχει τη δυνατότητα να εγκαλεί την Ελλάδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις της συμφωνίας, για αναφορές στα σχολικά της εγχειρίδια, ονομασίες δημόσιων χώρων και ότι άλλο κατά τη γνώμη των «Μακεδόνων» υποκρύπτει ελληνικό αλυτρωτισμό σε βάρος τους. Κινδυνεύουμε έτσι να βρεθούμε να συζητάμε με τους «Μακεδόνες» για τον Παύλο Μελά και πως θα πρέπει να τον διδάσκονται τα ελληνόπουλα. Με άλλα λόγια, εκεί που μας χρωστούσαν μας πήραν και το βόδι.
Οι Σλαβομακεδόνες ουδέποτε αμφισβήτησαν την αρχαία ελληνική κληρονομιά. Ο Γκρουέφσκι δεν διεκδίκησε ποτέ τον Πλάτωνα, την αρχαία Σπάρτη ή τον Παρθενώνα. Αυτό που έλεγε είναι ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν αρχαίοι Έλληνες. Αυτό μπορούν να συνεχίσουν να το λένε και μετά τη συμφωνία. Αλλά, βέβαια, το σημαντικότερο είναι ο άλλος, ο παραδοσιακός σλαβομακεδονικός αλυτρωτισμός του Ίλιντεν «η Μακεδονία στους Μακεδόνες», τον οποίο η Ελλάδα με τη συμφωνία φαίνεται να επικυρώνει. Δεν είναι τυχαίο ότι η Βουλγαρία έχει ήδη εκφράσει την ανησυχία της για τη συμφωνία. Εκείνη, αν και ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ΠΓΔΜ με τη συνταγματική της ονομασία το 1992, ουδέποτε αναγνώρισε μακεδονικό έθνος, γλώσσα και ταυτότητα.
Οι διατάξεις για την εμπορική χρήση των όρων είναι απόλυτα προβληματικές. Με βεβαιότητα μπορεί να προβλέψει κανείς το αδιέξοδο της διεθνούς επιτροπής να λύσει το πρόβλημα εντός τριετίας, ανοίγοντας κύκλο έντασης και διεκδικήσεων για τον «μακεδονικό χαλβά» και ότι άλλο φέρει στην ονομασία παράγωγα του όρου «Μακεδονία».
Επίσης, ο χρονισμός που η συμφωνία προβλέπει οδηγεί το ελληνικό κοινοβούλιο σε εγκλωβισμό. Αν τα Σκόπια ακολουθήσουν τη συμφωνία, η ένταξη τους στο ΝΑΤΟ προχωρά χωρίς άλλη αντίρρηση, το ενταξιακό πρωτόκολλο κυρώνεται από όλες τις άλλες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και μόνο εκ των υστέρων έρχεται στην ελληνική βουλή προς ψήφιση μαζί με τη συμφωνία. Και τότε τι; Οι Έλληνες βουλευτές θα κληθούν ή να ψηφίσουν μια κακή συμφωνία που ενδεχομένως δεν πιστεύουν ή να βάλουν την Ελλάδα απέναντι στα υπόλοιπα 28 κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και στους βασικότερους συμμάχους της.
Μετά από τόσους αγώνες και τόσες θυσίες, η Ελλάδα αναγνωρίζει τον «μακεδονισμό». Η παρούσα συμφωνία είναι τόσο κακή που θα ήταν καλύτερα να μέναμε στις υπάρχουσες ονομασίες αμετάφραστες στα σλαβικά Republika Makedonija και Makedonksi αντί να αναλισκόμαστε για μια τρύπα στο νερό. Η υποχώρηση από το Βουκουρέστι, τόσο στο erga omnes όσο και στο συνοδευτικό πακέτο, σήμερα που δεν μας πιέζει κανείς για λύση, που η Ελλάδα, μετά την περίοδο Γκρουέφσκι, έχει πείσει ότι υπάρχει πρόβλημα «μακεδονικού» αλυτρωτισμού και που ο επισπεύδων ήταν η κυβέρνηση των Σκοπίων και ο Ζόραν Ζάεφ αποτελεί διπλωματική ήττα.