Του Δημήτρη Καιρίδη
Η Συμφωνία των Πρεσπών πέτυχε τον συμβιβασμό, που η ελληνική διπλωματία επιδίωκε από το 1993 και μετά, δηλαδή μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, erga omnes, στο όνομα της γείτονος. Όμως, ταυτόχρονα, η Συμφωνία αποδέχεται και το ελληνικό και το «μακεδονικό» εθνικό αφήγημα. Η αποδοχή από την Ελλάδα του «μακεδονισμού» των Σκοπίων είναι εξαιρετικά προβληματική και γι’ αυτό, υποστήριξα, από την πρώτη στιγμή, ότι η συγκεκριμένη είναι μια «λάθος Συμφωνία» (Η Καθημερινή, 18 Ιουνίου 2018).
Το άρθρο 7 της Συμφωνίας, μαζί με την ελληνική Μακεδονία της παραγράφου 2, αναγνωρίζει, στην παράγραφο 3, ότι με τους όρους «Μακεδονία» και «μακεδονικός/ή» νοούνται «η επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους, με τη δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά» της ΠΓΔΜ.
Ο Αλέξης Τσίπρας και οι υποστηρικτές του, αν πραγματικά πιστεύουν στη Συμφωνία που υπέγραψε, θα πρέπει να πουν όλη την αλήθεια στον ελληνικό λαό και να μην κρύβονται πίσω από δήθεν διευκρινίσεις της άλλης πλευράς.
Δεν είναι οφθαλμοφανές, ότι το άρθρο 7, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, επιτρέπει στα Σκόπια, στην αλληλογραφία τους με την Αθήνα, να αναφέρονται στον «μακεδονικό λαό» τους, όπως το έκαναν στην προχθεσινή ρηματική διακοίνωση; Και, μάλιστα, «μακεδονικό λαό» ως έθνος (και όχι ως πολίτες του κράτους), σε αντιδιαστολή με τον αλβανικό λαό και τον έτερο μειονοτικό λαό τους;
Τη «μακεδονική γλώσσα» της Συμφωνίας ποιοι τελικά την ομιλούν; Έλληνες, Τούρκοι, Αλβανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι ή «Μακεδόνες»; Προφανώς, τα «Μακεδονικά» τα μιλούν «Μακεδόνες», όπως τα Ελληνικά τα μιλούν Έλληνες.
Γιατί οι υποστηρικτές της Συμφωνίας, οι περισσότεροι των οποίων διακατέχονται από ειλικρινή αισθήματα φιλίας και συνεργασίας με τους γείτονες, πρέπει να κρύβονται πίσω από σοφιστείες και μακροσκελείς διατριβές περί του τι είναι «nationality» και ιθαγένεια και μιας καταχώρησης στον ΟΗΕ το 1977;
Αν πράγματι πιστεύουν στη Συμφωνία που υπέγραψαν, οφείλουν να προετοιμάσουν τον ελληνικό λαό για την επόμενη μέρα, δηλαδή την προσαρμογή του ελληνικού εθνικού αφηγήματος στα επιβαλλόμενα από τη Συμφωνία.
Μέχρι σήμερα, για μας τους Έλληνες δεν υπήρχαν «Μακεδόνες» ως ξεχωριστό έθνος. Υπήρχαν Έλληνες της Μακεδονίας, Αλβανοί της Μακεδονίας, Βούλγαροι της Μακεδονίας και, βεβαίως, Σλαβομακεδόνες της Μακεδονίας (πρώην Βούλγαροι που απέκτησαν, συν τω χρόνω, διακριτή εθνική ταυτότητα). Αυτούς τους Σλαβομακεδόνες, που από το 1991 υποτιμητικά τους αποκαλούμε «Σκοπιανούς», η Συμφωνία αναγνωρίζει ως «Μακεδόνες» (άρθρο 7, παράγραφος 3) και ως τέτοιοι μας απευθύνονται διπλωματικά.
Η όποια προσαρμογή από την άλλη πλευρά, στο ζήτημα της εθνικής ταυτότητας, δεν έχει να κάνει με την πίεση της Ελλάδας για διευκρινίσεις αλλά με τον αλβανικό παράγοντα, από τον οποίο εξαρτάται η επιβίωση της κυβέρνησης του Ζόραν Ζάεφ, και ο οποίος αντιδρά στην υπέρ-μακεδονοποίηση της ΠΓΔΜ, που αναγνωρίζει η Συμφωνία.
Η Συμφωνία των Πρεσπών δημιούργησε προβλήματα και στους Αλβανούς και στους Βούλγαρους. Αμφότεροι, δεν έχουν διάθεση, προς το παρόν, να έρθουν σε αντιπαράθεση με τον δυτικό παράγοντα. Όμως, οι Αλβανοί εντός της ΠΓΔΜ ζήτησαν και πήραν ανταλλάγματα, με την αναγνώριση της αλβανικής γλώσσας ως επίσημης και με την αναγραφή στις ταυτότητές τους ότι δεν είναι «Μακεδόνες» (Makedonsko στα σλαβικά) αλλά «της Μακεδονίας» («Makedonisë στα Αλβανικά). Για τους πλειοψηφούντες «Μακεδόνες» η ταυτότητα θα αναγράφει, κάτω από την επικεφαλίδα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», «Makedonsko» και «Macedonian» (στα Σλαβικά και στα Αγγλικά αντίστοιχα), χωρίς διάκριση σε ιθαγένεια και εθνότητα.
Το εθνικό θέμα της Μακεδονίας απαιτεί ειλικρίνεια και σωστή ενημέρωση. Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση δείχνει έτοιμη να τα βάλει με τον λαό της, γιατί αυτός ενστερνίζεται το εθνικό αφήγημα που έμαθε στο σχολείο, στο στρατό, στα ΜΜΕ και επικρατεί στη δημόσια ζωή της χώρας μας εδώ και δεκαετίες. Πρόκειται για επικίνδυνη σχιζοφρένεια να εγκαλείται ο ελληνικός λαός ως «εθνικιστής» (και ακόμα χειρότερα «φασίστας») από την κυβέρνησή του, γιατί πιστεύει αυτά που η κυβέρνησή του του δίδαξε όλα τα προηγούμενα χρόνια.