Άρθρο ειδικού συνεργάτη
Ο υβριδικός πόλεμος που βρίσκεται σε εξέλιξη από την προηγούμενη εβδομάδα στα σύνορα μας και που ευτυχώς αντιμετωπίζεται με αποτελεσματικότητα χάρις στην επάρκεια των ενόπλων δυνάμεων και των δυνάμεων ασφαλείας είναι ένα είδος συγχρόνου πολέμου που με μεγάλη επιτυχία εφάρμοσε η Ρωσία για να καταλάβει την Κριμαία και τμήματα της νότιας Ουκρανίας το 2014. Η Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας μετά το 1974 μια συμβατική απειλή, δεν είναι εξοικειωμένη με αυτό το είδος πολέμου αλλά οι εξελίξεις δυστυχώς μας υποχρεώνουν να τον αντιμετωπίσουμε.
Το βασικό χαρακτηριστικό του υβριδικού πολέμου είναι ότι ο αυτουργός του, ένα κράτος ή μια μη κρατική οντότητα, όπως για παράδειγμα, μια τρομοκρατική ή αυτονομιστική οργάνωση, δεν επιθυμεί την ταυτοποίηση των ενεργειών του με τον φορέα που τις σχεδιάζει και τις υλοποιεί. Υπάρχει πληθώρα παραδειγμάτων για την κατάληψη τμημάτων της Ουκρανίας από τα περίφημα πράσινα ανθρωπάκια που καθοδηγούνταν από την άλλη πλευρά των συνόρων, δηλαδή τη Ρωσία. Η τελευταία όμως παρά τις αποδείξεις για την εμπλοκή της, επισήμως συστηματικά την αρνείται και έτσι δεν μπορούν να τις αποδοθούν ευθύνες. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στον Έβρο τις τελευταίες μέρες. Χρησιμοποιούνται αθώοι ή μη μετανάστες και πρόσφυγες για να ασκηθεί πίεση στη χώρα μας και να προκληθεί ρήγμα στα σύνορα μας. Κανείς δεν γνωρίζει την ταυτότητα των ατόμων αυτών και τη σχέση κάποιων με υπηρεσίες της γειτονικής χώρας.
Η εργαλειοποίηση των μεταναστών είναι η πρώτη φάση του υβριδικού πολέμου που βρίσκεται σε εξέλιξη. Αντιμετωπίζεται με επιτυχία από τις ελληνικές αρχές αλλά απαιτεί μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων και αναπόφευκτα δοκιμάζει τις αντοχές τους. Πρώτη προτεραιότητα της ελληνικής κυβέρνησης είναι να κρατήσει τα βόρεια σύνορα κλειστά και να εμποδίσει την επέλαση χιλιάδων ατόμων, άγνωστης ταυτότητας, που δεν γνωρίζουμε πως θα λειτουργήσουν ειδικά σε περιοχές με μουσουλμανικό πληθυσμό. Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι σε αυτές τις περιοχές ο υβριδικός πόλεμος ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη με άλλες μορφές – προπαγάνδα, ενίσχυση της εθνοτικής και θρησκευτικής τους συνοχής, καλλιέργεια αυτονομιστικών τάσεων. Υπάρχει με άλλα λόγια πολύ σοβαρό υπόβαθρο να επιχειρηθεί πληθυσμιακή αλλοίωση και για το λόγο αυτό η εγρήγορση της ελληνικής κρατικής μηχανής πρέπει να παραμείνει στο ύψιστο επίπεδο ακόμη και αν η πίεση στα σύνορα προσωρινά σταματήσει.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια ηγεσία δυτικού τύπου από την άλλη πλευρά. Ακόμη και αν βρεθεί προσωρινή συμβιβαστική λύση για το προσφυγικό/μεταναστευτικό ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία, ο αριθμός των ατόμων που βρίσκονται στο έδαφος της και θέλουν να περάσουν στην Ευρώπη είναι πολύ μεγάλος και οι εταίροι μας στην ΕΕ δεν έχουν καμμία διάθεση να τους δεχτούν. Εχουν μεταθέσει σε μας αυτό το πολύ δυσάρεστο καθήκον. Στη δύσκολη εξίσωση προστίθεται και το γεγονός ότι για τη Γερμανία το μεταναστευτικό είναι πρόβλημα που μπορεί να οδηγήσει σε πτώση την κυβέρνηση Μέρκελ και άνοδο της ακροδεξιάς και γι’αυτό δεν πρέπει να αναμένουμε συμπαράσταση από το Βερολίνο. Η ελληνική πλευρά θα πρέπει να σκληρύνει τη στάση της, να βάλει κόκκινες γραμμές, ακολουθώντας, καλώς ή κακώς, το προηγούμενο άλλων χωρών της ΕΕ που δεν έχασαν τελικά τίποτε υιοθετώντας άκαμπτη στάση.
Το μεγάλο πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ότι η πίεση εισόδου μεταναστών δεν είναι μόνο ανθρωπιστικό ζήτημα, αλλά μέρος του υβριδικού πολέμου από τη γείτονα. Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές αρχές πρέπει να είναι προετοιμασμένες (ας θεωρήσουμε βέβαιο ότι είναι) για πίεση και στα θαλάσσια σύνορα που μπορεί να φτάσει σε κατάληψη εδάφους, σε κατοικημένες ή μη περιοχές. Αυτός είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος που αν γίνει με βάση το ουκρανικό προηγούμενο μας οδηγεί σε δύσκολα αντιμετωπίσιμες καταστάσεις. Επιπλέον, αν προστεθούν και κυβερνο-επιθέσεις, το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο σύνθετο. Η ελληνική κοινή γνώμη που στηρίζει τις προσπάθειες της κυβέρνησης πρέπει να προετοιμασθεί κατάλληλα. Δεν θα είναι καθόλου εύκολη η αντιμετώπιση της κρίσης που μόλις ξεκίνησε.