Τουρκία: Τα επικοινωνιακά πραξικοπήματα του Ερντογάν – ΑΝΑΛΥΣΗ

Γράφει ο Νίκος Μιχαηλίδης*

Η πρόσφατη απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης Ερντογάν – Γιλντιρίμ από μια πολύ μικρή μερίδα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, όπως την παρακολουθήσαμε για πρώτη φορά σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, σχεδόν χολιγουντιανά, κατέληξε σε φιάσκο με πολλά θύματα και τραυματίες. Θα ήταν όμως παρακινδυνευμένο να υποστηρίξουμε πως από την όλη διαδικασία ενισχύονται οι δυνάμεις που υποστηρίζουν τον πραγματικό εκδημοκρατισμό και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία.

Ο διεθνής Τύπος και αρκετοί αρμόδιοι δυτικοί αναλυτές υπήρξαν εξαιρετικά επιφυλακτικοί, ενώ έθεσαν και συνεχίζουν να θέτουν ερωτήματα για τον χαρακτήρα και τις πραγματικές επιδιώξεις της πραξικοπηματικής απόπειρας. Από την άλλη, σημαντικό μέρος του ελληνικού Τύπου άκριτα παρουσίασε την αποτυχία της απόπειρας ανατροπής ως νίκη των social media και της δημοκρατίας έναντι των τανκς. Η ερμηνεία αυτή, εκτός από ρηχή, α-πολίτικη, βεβιασμένη και παραπλανητική, είναι και εξαιρετικά επικίνδυνη διότι παρουσιάζει τον ισλαμιστή Ρ.T. Ερντογάν και το καθεστώς του ως υπερασπιστές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Αν και η κυβέρνηση του ΑΚΡ εξελέγη μέσω τυπικής εκλογικής διαδικασίας, δεν έχει καμία σχέση με τα δημοκρατικά ιδεώδη και τις σχετικές πρακτικές της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου γενικά.

Οι αυταρχικές πρακτικές των ισλαμιστών, η δημόσια παρότρυνση Ερντογάν σε κομματικά του στελέχη να μην τηρούν το Σύνταγμα όταν κρίνεται αναγκαίο, αλλά και η δήλωσή του ότι προς το παρόν έχει παγώσει η εφαρμογή του Συντάγματος, η άρση της ασυλίας βουλευτών και η νομική θωράκιση στρατιωτικών που εφαρμόζουν πολιτικές δολοφονιών, εξανδραποδισμού και ισοπέδωσης πόλεων και χωριών στις κουρδικές επαρχίες, καθώς και η βίαιη καταστολή κάθε είδους αντιπολιτευόμενων φωνών και δικτύων στην κοινωνία και στο κράτος, η φίμωση του Τύπου και η εκτεταμένη διαφθορά, είναι απτές αποδείξεις του αυταρχικού χαρακτήρα του καθεστώτος.

Βέβαια η χρήση iPhone, FaceTime, Twitter και Facebook, αλλά και των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών από τον ίδιο τον Ερντογάν και στελέχη του κόμματός του, προκειμένου να καλέσουν τους οπαδούς τους να βγουν στους δρόμους, παρείχε στην όλη προσπάθεια μια αύρα ακτιβισμού σε επίπεδο συμβολισμών που όμως άγγιζε τα όρια του γραφικού. Οι δυτικές τεχνολογίες και ειδικότερα τα νέα Μέσα επικοινωνίας έχουν συχνά βρεθεί στο στόχαστρο του ισλαμιστή πολιτικού, ενώ είναι πολλοί οι οπαδοί του που τα θεωρούν «διαβολικές δυτικές πρακτικές» που διαφθείρουν τα ήθη της νεολαίας. Η καταφυγή των σουνιτών Ισλαμιστών της Τουρκίας σε αυτές τις τεχνολογίες προκειμένου να σώσουν το καθεστώς τους, συνιστά μια ιδιότυπη ιδεολογική και ηθική ήττα που κλονίζει την ηγεμονία της αντι-δυτικής δημόσιας ρητορικής τους και υποσκάπτει τη δυνατότητά της να παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Οι συνέπειες αυτής της ήττας θα γίνουν ορατές στο άμεσο μέλλον.

Ποιοι βγήκαν στους δρόμους;

Συνιστά επομένως αναλυτικό, αλλά και ηθικό σφάλμα να χαρακτηρίσουμε υπερασπιστές της φιλελεύθερης δημοκρατίας τα ισλαμικά τουρκικά δίκτυα του ΑΚΡ που βγήκαν στους δρόμους. Αν και δεν έχουμε ακόμα λεπτομερή στοιχεία για τη σύνθεση αυτού του πληθυσμού, οι πρώτες δημοσιευμένες αναφορές από Τούρκους κοινωνικούς επιστήμονες, οι φωτογραφίες και τα βίντεο δείχνουν σαφέστατα πως επρόκειτο κυρίως για ανδρικό πληθυσμό, αρκετοί εξ αυτών οπλισμένοι και με ενδυμασία και γενειάδα που είναι χαρακτηριστική των μελών των σουνιτικών θρησκευτικών ταγμάτων (tarikat). Τα οργισμένα πλήθη φώναζαν θρησκευτικά συνθήματα, όπως «ο Θεός είναι μεγάλος», ενώ διακήρυτταν την επιθυμία και ετοιμότητά τους να γίνουν ιερομάρτυρες (şehit), θυμίζοντας την ανάλογη ισλαμομιλιταριστική ρητορική των τζιχαντιστών της Συρίας.

Επιπλέον, υπήρξε τεράστια κινητοποίηση της υπηρεσίας θρησκευτικών υποθέσεων, κάστρο του σουνιτικού συντηρητισμού. Μέσα από τα μεγάφωνα που διαθέτουν όλα τα τζαμιά της χώρας, οι ιμάμηδες για πολλές ώρες καλούσαν τους πιστούς να βγουν στους δρόμους. Το ακροατήριο, στο οποίο απευθύνονται αυτά τα δίκτυα είναι συγκεκριμένο. Επιπλέον, οι πρακτικές λιντσαρίσματος και ωμής βίας έναντι δεκαοχτάχρονων κληρωτών στρατιωτών που πίστευαν πως πάνε σε άσκηση, είναι χαρακτηριστική της κοινωνικής μορφολογίας του εν λόγω διαμαρτυρόμενου πλήθους και της ιδεολογίας του. Έχουν επίσης υπάρξει αναφορές από μικρά Μέσα και διαδικτυακές πλατφόρμες αριστερών και φιλελεύθερων για επιθέσεις σουνιτικών ομάδων κατά αλεβιτών και Κούρδων σε γειτονιές της Κωνσταντινούπολης.

Φιλτραρισμένες πληροφορίες

Η ροή των πληροφοριών από την Τουρκία φαίνεται πως ήταν πλήρως φιλτραρισμένη και σχεδόν απόλυτα ελεγχόμενη από τις αρμόδιες υπηρεσίες του καθεστώτος Ερντογάν, κάτι το οποίο γεννά και σοβαρά ερωτηματικά για την αξιοπιστία τους. Αυτές οι φιλτραρισμένες πληροφορίες δεν διαμόρφωσαν μόνο την εσωτερική κοινή γνώμη της χώρας και τη στάση και συμπεριφορά των Τούρκων πολιτών. Επηρέασαν και τον τρόπο που αρκετοί Έλληνες δημοσιογράφοι κατανοούσαν, περιέγραφαν και ερμήνευαν τα γεγονότα για αρκετές ημέρες μετά την εκδήλωσή τους. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που η κατανόηση των τουρκικών πολιτικών εξελίξεων και η αφήγησή τους από τους Έλληνες αρμοδίους και τους κάθε είδους δημοσιολογούντες, έχει πέσει θύμα της τουρκικής κρατικής προπαγάνδας… Η εκ μέρους ελληνικών ΜΜΕ συνεχής και εν πολλοίς άκριτη αναπαραγωγή και διασπορά αφηγήσεων, πληροφοριών και εικόνων που προέρχονταν από το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu και από άλλους mainstream τουρκικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, επηρέασε καθοριστικά τον αρχικό τρόπο κατανόησης και ερμηνείας των γεγονότων στην Ελλάδα. Επιπλέον, αποκάλυψε τον ερασιτεχνισμό και την αδυναμία ορισμένων ελληνικών δικτύων διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, τα οποία είδαν και ερμήνευσαν ένα τέτοιο σημαντικό διεθνές πολιτικό γεγονός με τα μάτια και τις λογικές του Ερντογανικού καθεστώτος.

Η πρόσφατη τουρκική εμπειρία και η επικοινωνιακή της διαχείριση μας υπενθυμίζει για ακόμη μια φορά πως η οικειοποίηση και χρήση των εννοιών (στη συγκεκριμένη περίπτωση, την έννοια της δημοκρατίας), καθώς και η παραγωγή και διακίνηση αφηγήσεων και ερμηνειών ενός συμβάντος, είναι βαθύτατα πολιτικές πράξεις, κομβικής σημασίας για την επιτυχή διεξαγωγή μιας πολιτικής μάχης.

Και τώρα τι;

Τις πρώτες μέρες, αμέσως μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, η κυβέρνηση του ΑΚΡ, όπως σχεδιαζόταν και αναμενόταν εδώ και καιρό άλλωστε, προχώρησε σε μαζικές εκκαθαρίσεις στις ένοπλες δυνάμεις και στις υπόλοιπες υπηρεσίες ασφαλείας, στο δικαστικό σώμα και σε ολόκληρη τη δημόσια διοίκηση. Η επίσημη δικαιολογία των εκκαθαρίσεων ήταν ότι οι αποπεμφθέντες είναι υποστηρικτές του θρησκευτικού ηγέτη Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος κατηγορήθηκε από την κυβέρνηση ως ο εγκέφαλος του πραξικοπήματος. Ο ίδιος αρνήθηκε τις κατηγορίες και διατύπωσε ερωτήματα για το κατά πόσον η απόπειρα πραξικοπήματος ήταν σχεδιασμένη από την κυβέρνηση και τους πιστούς σε αυτήν στρατιωτικούς, προκειμένου να επιβληθεί πολιτειακή αλλαγή με δημοκρατικό μανδύα, ώστε η χώρα να μεταβεί σε ένα αυταρχικό α λα τούρκα προεδρικό σύστημα με απόλυτο εξουσιαστή-δικτάτορα, τον ίδιο τον Ερντογάν. Στο πλαίσιο αυτών των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων συνελήφθησαν περισσότεροι από έξι χιλιάδες αξιωματικοί του στρατού, ενώ περίπου είκοσι τέσσερις στρατηγοί περιμένουν να οδηγηθούν σε δίκη. Αποπέμφθηκαν εννιά χιλιάδες αστυνομικοί και περίπου τρεις χιλιάδες δικαστές. Περισσότερα από διακόσια πενήντα στελέχη του πρωθυπουργικού γραφείου του Μ. Γιλντιρίμ απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους. Το ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο της χώρας ακύρωσε τις άδειες από είκοσι τέσσερις τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Δεκαπέντε χιλιάδες δάσκαλοι και καθηγητές απολύθηκαν ενώ όλοι οι πρυτάνεις, αντιπρυτάνεις και τα μέλη των διοικήσεων των τουρκικών πανεπιστημίων, χίλια πεντακόσια τον αριθμό, αναγκάστηκαν σε παραίτηση. Επιπλέον, από τις θέσεις τους απομακρύνθηκαν χίλια πεντακόσια στελέχη του υπουργείου Οικονομικών και οκτώ χιλιάδες επτακόσια εβδομήντα επτά στελέχη του υπουργείου Εσωτερικών. Και πιθανότατα ο κατάλογος θα επεκταθεί το προσεχές διάστημα.

Είναι πλέον σαφές ότι η απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του παρείχε στον Ερντογάν μια μοναδική ευκαιρία να εκκαθαρίσει το κράτος και την κοινωνία από τα δίκτυα και τις φωνές που τον αντιπολιτεύονται, να αναβαπτισθεί ιδεολογικά και πολιτικά στα μάτια των υποστηρικτών του και σε κάποιο βαθμό να ανακτήσει τμήμα του διεθνούς του κύρους και νομιμοποίησης, αν και το τελευταίο είναι εξαιρετικά δύσκολο. Έτσι θα μπορέσει ευκολότερα να εγκαθιδρύσει, μαζί με τον στρατό, αλλά κυρίως την αστυνομία, ένα ιδιότυπο αυταρχικό καθεστώς, μια δικτατορία ουσιαστικά, με νομιμοποιητικό δημοκρατικοφανές μανδύα τις εκλογές. Άλλωστε, η σουνιτική πλειοψηφία της κοινωνίας τού δίνει την πολυτέλεια να αναπτύσσει ηγεμονική ισλαμική λαϊκίστική ρητορική και να χειραγωγεί μεγάλες μάζες του πληθυσμού.

Θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον η επικοινωνιακή πολιτική του καθεστώτος από εδώ και στο εξής και χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης. Είναι πάντως άξιο προσοχής ότι τα μεγάλα διεθνή Μέσα ενημέρωσης στην Ε.Ε και στις ΗΠΑ λειτούργησαν ορθολογικά και επαγγελματικά, καταδικάζοντας το πραξικόπημα, χωρίς όμως να «ξεπλένουν» επικοινωνιακά και πολιτικά την τουρκική κυβέρνηση και τον ίδιο τον Ερντογάν.

Νίκος Μιχαηλίδης είναι διδάκτωρ Ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου Princeton των ΗΠΑ.

Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από το τεύχος 11 του επιστημονικού περιοδικού “Δημοσιογραφία”, που εκδίδεται από το Μεταπτυχιακό «Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία» του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου. 

 

Τουρκία – Ερντογάν: Επικοινωνιακά πραξικοπήματα