Το βασικό ερώτημα γύρω από την ψηφοφορία για την αλλαγή του ρωσικού Συντάγματος είναι γιατί ο Βλαντίμιρ Πούτιν την είχε ανάγκη.
Η εξήγηση που επικρατεί είναι ότι πρέπει να νομιμοποιήσει το νέο του Σύνταγμα – που του επιτρέπει να παραμείνει στην εξουσία μετά τον τερματισμό της σημερινής του θητείας, το 2024 – και να ανανεώσει το κοινωνικό συμβόλαιο.
Η εξήγηση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη όμως έναν άλλο σημαντικό παράγοντα: το πώς η ψήφος θα επηρεάσει τη σχέση του Πούτιν με την ελίτ.
Η λεγόμενη «πουτινική πλειοψηφία» δεν ήταν μέχρι σήμερα τόσο ένα στήριγμα του Πούτιν όσο ένα επιχείρημα που χρησιμοποιούσε στις συζητήσεις του με τον κύκλο του. Το αποτέλεσμα της ψήφου θα αποτελέσει ένα πιστοποιητικό εμπιστοσύνης που ο Πούτιν θα μπορεί να δείχνει στις ελίτ όποτε τον ενοχλούν.
Ο ρώσος πρόεδρος είπε πρόσφατα ότι αν δεν επαναρυθμιστεί το ρολόι, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει ξανά την προεδρία το 2024, οι άνθρωποι σε διάφορα επίπεδα θα αρχίσουν σε δύο χρόνια να αναζητούν τους πιθανούς διαδόχους του.
Ο φόβος ότι οι ελίτ θα αρχίσουν να αναζητούν διάδοχο αντί να εργάζονται όπως συνήθως οδήγησε τον Πούτιν να αναθεωρήσει τη σχέση του μαζί τους. Το σχέδιό του να αποσπάσει τη λαϊκή έγκριση προδίδει τη δυσπιστία του απέναντι στο κατεστημένο.
Κάθε ηγέτης οικοδομεί την εξουσία του είτε στη βάση ενός συμβολαίου με τον λαό, που του επιτρέπει να επιβάλλει τις αποφάσεις τους στην ελίτ, είτε στη βάση ενός συμβολαίου με την ελίτ, που βοηθά την τελευταία να κρατά τον λαό πειθαρχημένο.
Ο Πούτιν ανέλαβε την εξουσία το 2000 στηριζόμενος στην «πουτινική πλειοψηφία», που του επέτρεψε να εξουδετερώσει την ελίτ του Γιέλτσιν: τους ολιγάρχες και τους περιφερειακούς κυβερνήτες. Οι ελίτ ήταν τότε ένας αντίπαλός του και μια πηγή αποσταθεροποίησης. Στη συνέχεια, όμως, το επιτελείο του Πούτιν ανέπτυξε τις δικές του φιλοδοξίες.
Η ατζέντα του κράτους δεν ταυτίζεται πάντα με την ατζέντα των ολιγαρχών του Πούτιν.
Ας πάρουμε τον πρόεδρο της Rosneft Ιγκόρ Σέτσιν, που φέρεται να είναι πίσω από την πρόσφατη αποχώρηση της Ρωσίας από τη συμφωνία με τον OPEC και τη φυλάκιση του πρώην υπουργού οικονομικής ανάπτυξης Αλεξέι Ουλιουκάγεφ. Η φιλελεύθερη πλευρά του καθεστώτος θέλει να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τη Δύση, ενώ οι siloviki (οι άνδρες της ασφαλείας και των μυστικών υπηρεσιών) κάνουν ό,τι θέλουν. Πολλές διώξεις έχουν διχάσει τις ελίτ, όπως είναι οι περιπτώσεις του αμερικανού επενδυτή Μάικλ Κάλβεϊ, του θεατρικού σκηνοθέτη Κίριλ Σερεμπρενίκοφ και του δημοσιογράφου Ιβάν Γκολούνοφ.
Μεγιστάνες όπως ο Σέτσιν, ο Αρκάντι Ρότενμπεργκ και ο Γιούρι Κοβάλτσουκ βρίσκονται κοντά στον Πούτιν από τότε που ανέλαβε την εξουσία. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, συγκέντρωσαν περιουσίες στο όνομα του Πούτιν. Τώρα, οι πόροι αυτοί τούς επιτρέπουν να λειτουργούν με σχετική αυτονομία, καθώς διοικούν συγκροτήματα με μεγάλη οικονομική και πολιτική επιρροή.
Η πουτινική ολιγαρχία, ως ισχυρό, φιλόδοξο και κυρίαρχο κομμάτι του ρωσικού κατεστημένου, είναι υποχρεωμένη να εξετάζει σενάρια για την ανάπτυξη της Ρωσίας τόσο με τον Πούτιν όσο και χωρίς αυτόν – ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι ο πρόεδρος ενδιαφέρεται όλο και λιγότερο για την καθημερινή διαχείριση.
Αυτό προκάλεσε εύλογη ανησυχία στον Πούτιν, ο οποίος από την αρχή της τέταρτη θητείας του, το 2018, άρχισε να σκέφτεται τρόπους να αλλάξει την κατάσταση τροποποιώντας το Σύνταγμα. Αυτό που κάνει στην πραγματικότητα είναι να απαγορεύει στους συνεργάτες του να αρχίσουν την αναζήτηση διαδόχου και να εξετάζουν το μέλλον τους. Η απόφασή του όμως έχει το αντίθετο αποτέλεσμα και αυξάνει την αβεβαιότητα. Κι αυτό, επειδή έχει διαφορετικές απόψεις από τις ελίτ για τον βαθμό νομιμοποίησης της εξουσίας του.
Ο πρόεδρος θεωρεί το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας επιβεβαίωση της στήριξης της κοινής γνώμης προς το πρόσωπό του για τα επόμενα χρόνια. Οι πραγματιστικές ελίτ όμως βλέπουν αλλιώς τα πράγματα. Γνωρίζοντας πώς γίνονται οι ψηφοφορίες στη Ρωσία, πιστεύουν ότι το 70% που υποστηρίζει τον Πούτιν μπορεί να διαβαστεί εύκολα ως 25%.
Το δημοψήφισμα σχεδιάστηκε από τον Πούτιν με σκοπό την επιβολή των αποφάσεών του στην ελίτ, αλλά η νομιμότητα της ψηφοφορίας είναι αμφίβολη. Οι ελίτ μπορεί να στερήθηκαν του δικαιώματός τους στο μέλλον, αυτό δεν θα τις εμποδίσει όμως να συνεχίσουν να αναζητούν διάδοχο.
Με το δημοψήφισμα, ο Πούτιν ήθελε να εδραιώσει την κατάσταση που ακολούθησε την προσάρτηση της Κριμαίας, το 2014, και οδήγησε στην απογείωση της δημοτικότητάς του. Ο κόσμος όμως αλλάζει. Και η άρνηση του ρώσου προέδρου να το συνειδητοποιήσει ανησυχεί όχι μόνο την αντιπολίτευση, αλλά και μέρος του κατεστημένου.
(*) Η Τατιάνα Στανόβαγια είναι ιδρύτρια του προγράμματος πολιτικής ανάλυσης R.Politik και στέλεχος του Carnegie Moscow Center
Πηγή: Moscow Times/ΑΠΕ-ΜΠΕ