Ειδικού Συνεργάτη
Τα όσα διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες στο Ιντλίμπ, στη Βόρεια Συρία, μεταξύ Τουρκίας και Συρίας – μάχες μεταξύ τουρκικών και συριακών δυνάμεων οι οποίες υποστηρίζονται αεροπορικά από τη Ρωσία, δίνουν μια γεύση του “μεγάλου παιχνιδιού” στο οποίο ο Ερντογάν θέλει να είναι παίκτης. Κάποια στοιχεία για να καταλάβουμε τι παίζεται:
Το Ιντλίμπ είναι μια περιοχή της Βόρειας Συρίας που αν ανακτηθεί από τις δυνάμεις του Ασσάντ αποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό την ενότητα και κυριαρχία του συριακού κράτους. Επιπλέον, αποκαθιστά την ενότητα του βορρά στα τουρκοσυριακά σύνορα όπου ζουν κουρδικοί πληθυσμοί. Επιδίωξη της Άγκυρας από την πρώτη στιγμή της εμπλοκής της στη Συρία ήταν ακριβώς να εμποδίσει την εδαφική συνέχεια των κουρδικών πληθυσμών της Συρίας και της Τουρκίας.
Αυτός είναι ο λόγος που ρισκάρει να συγκρουσθεί με τη Μόσχα – αλλά η σύγκρουση δεν θα φθάσει στα άκρα. Ο Ερντογάν έχει αναπτύξει μια σχέση με τον Πούτιν που βασίζεται στην απέχθεια και των δύο απέναντι στην παρουσία δυτικών χωρών στην περιοχή. Στρατηγικά συγκλίνουν και επιπλέον ο Ερντογάν ξέρει ότι δεν μπορεί να βγει κερδισμένος αν τα “σπάσει” με τον Πούτιν για τον οποίο η Συρία είναι ένα εξαιρετικό προγεφύρωμα για την εδραίωση της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή. Επομένως, στο τέλος θα συμβιβαστούν – όταν και εάν έρθει η τελική λύση στο Συριακό.
Ωστόσο, αυτό που είναι εξωφρενικό αν το αναλύσουμε με βάση το διεθνές δίκαιο, είναι ότι η Τουρκία με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της στη Συρία και τη Λιβύη, ενώ είναι κατάφωρα παράνομες, κατάφερε να κάθεται στο τραπέζι των “μεγάλων” για τη Μέση Ανατολή.
Ακόμη και η Γαλλία που είναι αντίθετη με τα όσα πράττει η Άγκυρα και υποστηρίζει Αθήνα και Λευκωσία συζητά το ενδεχόμενο συνάντησης κορυφής με Γερμανία, Ρωσία και Τουρκία για το συριακό. Για το Βερολίνο, ούτε λόγος: η Γερμανία, δυστυχώς, όπως αποδεικνύεται από τις κινήσεις της το τελευταίο διάστημα συμπλέει με την Άγκυρα. Αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους:
Πρώτον, στην κυβερνητική αστάθεια στο Βερολίνο και δεύτερον, στο φόβο της έξαρσης του μεταναστευτικού που τροφοδοτεί την άνοδο της ακροδεξιάς. Επίσης, για τη Γερμανία η σχέση της με την Τουρκία έχει εσωτερική διάσταση λόγω του μεγάλου αριθμού Τούρκων που ζουν στην επικράτεια της. Επομένως, ας μην περιμένουμε μεταστροφή και υποστήριξη των ελληνικών θέσεων.
Αν πάμε και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η προεκλογική περίοδος που διανύουμε δεν αφήνει περιθώρια για χάραξη συνεπούς στρατηγικής από ένα Πρόεδρο που είναι ούτως ή άλλως απρόβλεπτος και συμπαθεί τον Ερντογάν.
Είμαστε λοιπόν ως χώρα σε πολύ δύσκολη θέση καθώς δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά από τους εταίρους και συμμάχους μας. Η Ελλάδα θα πρέπει να καλλιεργήσει το επόμενο διάστημα όσο το δυνατόν ευρύτερο δίκτυο υποστηρικτών στην περιοχή, τόσο με αραβικές χώρες όσο και με το Ισραήλ, ένα μέτωπο που βρίσκεται απέναντι στην Τουρκία. Ταυτόχρονα, θα πρέπει με όποιο τρόπο μπορεί να κάνει προβολή ισχύος. Δεν είναι ένας εύκολος συνδυασμός, αλλά δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος. Θα πρέπει να ενισχύσουμε την αμυντική μας συνεργασία με τις ΗΠΑ, με τα κέντρα που δεν επηρεάζονται από την εκλογική διαδικασία, κυρίως το υπουργείο Άμυνας, και να περιμένουμε την έκβαση των εκλογών το Νοέμβριο. Συνυπολογίζοντας ταυτόχρονα ότι ακριβώς λόγω της προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ, οι γείτονες μας μπορεί να επιδιώξουν να κατοχυρώσουν τις θέσεις τους δημιουργώντας τετελεσμένα.