του Gideon Rachman (*)
Οι Ηνωμένες Πολιτείες απολάμβαναν πάντα τον τίτλο του «ηγέτη του ελεύθερου κόσμου». Και οι αμερικανικές εκλογές ήταν πάντα ένα παράδειγμα δημοκρατίας εν δράσει. Σήμερα όμως, εκατομμύρια πολίτες θα παρακολουθήσουν όχι μόνο την καταμέτρηση των ψήφων, αλλά και την πιθανή αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων στα δικαστήρια ή στους δρόμους.
Η αποτυχία της δημοκρατίας είναι κάτι που οι Αμερικανοί νόμιζαν ότι συμβαίνει μόνο σε άλλες χώρες, αλλά η δημοκρατία μπορεί να αποτύχει οπουδήποτε. Τα επώδυνα μαθήματα από τις αποτυχημένες προσπάθειες «εξαγωγής της δημοκρατίας» μπορεί να αποβούν χρήσιμα και για τους Αμερικανούς.
Είναι κοινός τόπος ότι η δημοκρατία δεν είναι μόνο η ψήφος. Μια δημοκρατία απαιτεί επίσης ελεύθερα μέσα ενημέρωσης, ανεξάρτητα δικαστήρια, έναν ισχυρό δημόσιο τομέα, ένα ασφαλές συνταγματικό πλαίσιο και – το σημαντικότερο ίσως – μια δημοκρατική κουλτούρα όπου οι χαμένοι μιας εκλογικής αναμέτρησης αναγνωρίζουν την ήττα τους.
Όλα αυτά τα πράγματα θεωρούνταν δεδομένα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά ίσως όχι πια. Ο απερχόμενος πρόεδρος έχει προειδοποιήσει ότι δεν θα αποδεχθεί ένα αποτέλεσμα που θεωρεί «κίβδηλο». Πολλοί Δημοκρατικοί πιστεύουν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ σκοπεύει να «κλέψει» τις εκλογές.
Η συζήτηση αυτή είναι επικίνδυνη. Το προηγούμενο της Λευκορωσίας δείχνει ότι αν εκατομμύρια άνθρωποι πιστεύουν ότι μια αναμέτρηση δεν είναι έντιμη, μπορεί να βγουν στους δρόμους. Κι αυτό να οδηγήσει σε κοινωνική παράλυση ή πολιτική βία.
Η οργή για μια κλεμμένη εκλογή είναι ένας από τους λόγους που καταρρέουν οι δημοκρατίες. Αν όμως το κόστος της ήττας είναι υψηλό, τότε μπορεί να εξαφανιστεί η βούληση της αναγνώρισης της ήττας – ακόμη κι αν οι εκλογές είναι έντιμες. Τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικανοί μιλούν μερικές φορές λες και απειλείται σε αυτές τις εκλογές η ίδια η επιβίωση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Παρακολουθώντας τις εξελίξεις, μερικοί Αμερικανοί διπλωμάτες φοβούνται ότι οι πολιτικές παθολογίες που κάποτε νόμιζαν ότι παρατηρούνται μόνο στις αποτυχημένες δημοκρατίες αρχίζουν να διακρίνονται και στη χώρα τους. Ο Φίλιπ Γκόρντον, που υπηρέτησε στην κυβέρνηση Ομπάμα, θυμάται να προσπαθεί ματαίως να πείσει Αιγύπτιους στρατηγούς και στελέχη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας να συνυπάρξουν στο ίδιο πολιτικό σύστημα. Κάθε στρατόπεδο θεωρούσε πως το αντίπαλο αποτελούσε μια υπαρξιακή απειλή και έπρεπε να ηττηθεί με κάθε τρόπο. Τώρα ο Γκόρντον ανησυχεί ότι η ίδια λογική υπονομεύει την αμερικανική δημοκρατία.
Οι διαφορετικοί κανόνες που ισχύουν σε κάθε πολιτεία σε ό,τι αφορά την ψηφοφορία αποτελούν μια συνταγή σύγχυσης. Ο Τραμπ έχει προειδοποιήσει ότι μπορεί να αμφισβητήσει τα αποτελέσματα. Είναι έτσι πιθανό το αποτέλεσμα να κριθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο. Και αυτό δείχνει πόσο μεγάλη σημασία έχει η ανεξάρτητη δικαιοσύνη σε ένα δημοκρατικό σύστημα. Η ανεπίτρεπτη βιασύνη όμως να οριστεί η υπερσυντηρητική Εϊμι Κόνεϊ Μπάρετ σε αυτό το σώμα μετατρέπει και το Ανώτατο Δικαστήριο σε ένα ακόμη όργανο κομματικής διαμάχης.
Το 2000, ο Αλ Γκορ απεδέχθη την απόφαση του Δικαστηρίου υπέρ του αντιπάλου του. Δεν σημειώθηκαν τότε εκτενείς διαμαρτυρίες. Αυτή τη φορά όμως είναι απίθανο να δεχθούν οι Δημοκρατικοί εύκολα μια ήττα τους στο Δικαστήριο εφόσον θεωρούν ότι θα προκύψει από μια «στημένη» πλειοψηφία.
Και η οργή τους θα είναι ακόμη μεγαλύτερη αν κερδίσουν για άλλη μια φορά τη λαϊκή ψήφο και χάσουν την προεδρία λόγω του συστήματος των εκλεκτόρων. Αν αυτό συνδυαστεί με την υπερεκπροσώπηση των μικρών πολιτειών στη Γερουσία, το σώμα που επικυρώνει τα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου, έχουμε την τέλεια συνταγή για την αμφισβήτηση της νομιμότητας της αμερικανικής δημοκρατίας.
(*) Ο Γκίντεον Ράχμαν είναι αρθρογράφος των Financial Times
Πηγή: Financial Times / ΑΠΕ-ΜΠΕ