Άρθρο του Δρ. Ευάγγελου Στεργιούλη*
Ουδείς στρατιωτικός αναλυτής μπορούσε να προβλέψει την ενεργό ανάμειξη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στην αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος. Και όμως μέσα σε λίγες μόνο ώρες ελήφθη ομόφωνα η απόφαση μοναδική για τα ιστορικά χρονικά της Νατοϊκής Συμμαχίας.
Δυστυχώς, η Ελλάδα για μια ακόμη φορά επιβεβαίωσε το ρόλο του ουραγού στις εξελίξεις του προσφυγικού ζητήματος, ενώ αντιθέτως η Τουρκία ανεδείχθη ως κυρίαρχος του παιχνιδιού τόσο από στρατηγικής πλευράς όσο και σε επίπεδο μελλοντικών τακτικών χειρισμών του προβλήματος.
Πρόκειται για μια πρόταση που κινείται στο πλαίσιο της υψηλής στρατηγικής της Τουρκίας με διττό στόχο: την εξουδετέρωση των Ευρωπαϊκών επικρίσεων σε βάρος της για τον παθητικό ρόλο της στην αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών αφενός και αφετέρου να σύρει κυριολεκτικά την Ελλάδα σε διαδικασίες οι οποίες ενδεχομένως να εγκυμονούν κίνδυνους για τα θαλάσσια σύνορα της, ειδικά σε ο,τι αφορά τις αποκαλούμενες γκρίζες ζώνες.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, πρωτοστατούσης της Γερμανίας, υιοθέτησε και υποστήριξε χωρίς δεύτερη σκέψη την τουρκική πρόταση καθόσον με αυτόν τον τρόπο τής δίνεται μοναδική ευκαιρία να επιβάλει τις δικές της πολιτικές στη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, εξ ου και το γεγονός ότι η διοίκηση της Νατοϊκής δύναμης στο Αιγαίο τίθεται υπό Γερμανικό αιγίδα. Έτσι για άλλη μία φορά στην ιστορία της ευρωπαϊκής ένωσης αποδεικνύεται η παντελής έλλειψη κοινής εξωτερικής πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνεται ο ρόλος των ΗΠΑ στο χειρισμό και διευθέτηση θεμάτων εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο, η υιοθέτηση της ομόφωνης απόφασης για την εμπλοκή του ΝΑΤΟ στην αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών υποκρύπτει ένα τεράστιο και μείζονος σημασίας θέμα για το μέλλον της ευρωπαϊκής ένωσης. Η εσωτερική ασφάλεια της ευρωπαϊκής ένωσης, ως γνωστόν, υλοποιείται επιχειρησιακά μέσω της σύστασης και λειτουργίας σημαντικών οργανισμών και υπηρεσιών όπως η Europol, η Frontex και το Σύστημα πληροφοριών Schengen. Ήδη πολλά κράτη μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης αμφισβητούν τη Σύμβαση Schengen και επαναφέρουν στα σύνορα τους όλους τους σχετικούς ελέγχους. Στην προκειμένη περίπτωση, σειρά έχει η αμφισβήτηση του έργου και της αποστολής της Frontex, μιας υπηρεσίας της ευρωπαϊκής ένωσης η οποία ιδρύθηκε ειδικά για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα της.
Η δομή και η λειτουργία της Frontex, από συστάσεως της μέχρι και σήμερα, έχει περιβληθεί και ενισχυθεί με το αναγκαίο θεσμικό οπλοστάσιο προκειμένου να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να υλοποιεί την επιχειρησιακή της λειτουργία σε οποιοδήποτε μέρος των εξωτερικών συνόρων της ευρωπαϊκής ένωσης. Προς το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη έχουν νομοθετικά δεσμευτεί να συνεισφέρουν τον αναγκαίο εξοπλισμό, επιχειρησιακό και τεχνικό, προκειμένου η Frontex να αναπτύσσει αποτελεσματικά τις επιχειρησιακές δομές της. Εξ ού και το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός της Frontex για το τρέχον έτος αυξήθηκε πάνω από 50% και ανέρχεται σε 176 εκ. Ευρώ.
Ανακύπτει λοιπόν εύλογα το ερώτημα για ποιο λόγο η Frontex περιθωριοποιείται στην εκτέλεση ενός έργου το οποίο άπτεται της αποστολής της αυτής καθαυτής και οι αρμοδιότητες της μεταφέρονται σε ένα οργανισμό έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα στην αποστολή του οποίου υπάγονται κυρίως ζητήματα στρατιωτικής και αμυντικής φύσεως;
Η απάντηση σε αυτό το καίριας σημασίας ερώτημα δεν περιποιεί τιμή ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά ούτε και στην Ελλάδα. Η Τουρκία ουδέποτε συναίνεσε στη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικά με την Frontex για την διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος. Η Frontex αποτελούσε ανέκαθεν για την Τουρκία μία άκρως ενοχλητική ευρωπαϊκή υπηρεσία, η οποία κατά την εκτέλεση της αποστολής διατυπώνει παρατηρήσεις ακόμη και αιχμές για την απροθυμία και την αναποτελεσματικότητα των τουρκικών αρχών στη συγκράτηση των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη.
Κι όμως στις 28 Μαίου 2012 η Τουρκία υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με την Frontex στην έδρα της στη Βαρσοβία, το οποίο όμως δεν την εμπόδισε μα το παρακάμψει και να προτείνει και να επιτύχει τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος από έναν οργανισμό έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε κάλλιστα να επιμείνει και να διαχειριστεί η ίδια το προσφυγικό ζήτημα, οι συνέπειες του οποίου την αφορούν άμεσα και την επηρεάζουν σημαντικά στο απώτερο μέλλον, χρησιμοποιώντας τους δικούς της μηχανισμούς συνεργασίας και τις δικές της υπηρεσίες που έχει ειδικά προς τούτο ιδρύσει και οι προϋπολογισμοί βαρύνουν αποκλειστικά τους πολίτες της ευρωπαϊκής ένωσης.
Και, βεβαίως, η Ελλάδα θα μπορούσε να θέσει βέτο στη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μόνο σε συνεργασία με κάθε αρμόδιο ευρωπαϊκό ή διεθνή οργανισμό. Παρά ταύτα δεν το έπραξε για τον απλούστατο λόγο ότι ουδέποτε είχε αναπτύξει τη δική της στρατηγική στη διαχείριση του φαινομένου, αλλά και δεν είχε την πολιτική βούληση και ισχύ να θέσει ένα τέτοιο βέτο.
Έτσι, εν κατακλείδι, θα συνεχίζεται πλέον η παρούσα κατάσταση να εξελίσσεται αναλόγως και στο μέλλον. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με ιταμή συμπεριφορά, θα ζητά από την Ελλάδα να ανοίγει και να λειτουργεί hot spots όπου δει εντός της Ελληνικής επικράτειας, ενώ η Τουρκία θα μπορεί, με δηλώσεις του προέδρου της, να απειλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι θα μπορεί οποτεδήποτε επιθυμεί να της αποστέλλει τους πρόσφυγες σε λεωφορεία και να αφήνει τα παιδιά να πνίγονται στο Αιγαίο! Και η ευρωπαϊκή ένωση θα συνεχίζει να αυτοαναιρείται, να αμφισβητεί, να υποτιμά και να ακυρώνει τις δικές της δομές, έτσι ώστε
να πληθαίνουν με το πέρασμα του χρόνου τα Brexit, Grexit μέχρι που το πλήρωμα του χρόνου να καταστήσει αυτά πραγματικότητες.
*Ο Ευάγγελος Στεργιούλης είναι εν αποστρατεία υποστράτηγος της ελληνικής αστυνομίας, διδάκτωρ κοινωνιολογίας στο Πάντειο πανεπιστήμιο και απόφοιτος των σχολών εθνικής άμυνας και εθνικής ασφάλειας.