Οι ΗΠΑ δεν πρέπει να πουλάνε εξοπλισμούς σε χώρες που απειλούν τα συμφεροντά τους, αλλά η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να κάνει ακριβώς το αντίθετο, ισχυρίζεται σε άρθρο του στο Washington Examiner ο Michael Rubin.
Xαρακηριστικό παράδειγμα είναι η Τουρκία. Μετά τη στροφή του Προέδρου Ερντογάν προς τη Ρωσία, με την αγορά των S-400, η Τουρκία έχασε την πρόσβαση στο πρόγραμμα F-35 Joint Strike Fighter.
«Η Τουρκία έκτοτε έχει αυξήσει την αντι-αμερικανική συμπεριφορά της. Την 1η Σεπτεμβρίου, για παράδειγμα, ο Μπαχτσελί, ο βασικός εταίρος του Ερντογάν, αποκάλεσε τις ΗΠΑ – όχι τη Ρωσία – την κύρια στρατηγική απειλή της Τουρκίας. Λίγες μέρες αργότερα, ο υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού δήλωσε: «Θέλουμε να διαλύσουμε την Αμερική», επισημαίνει ο Rubin, προσπαθώντας να υπενθυμίσει ότι η Τουρκία έχει αυξήσει την επιθετική ρητορική της όχι μόνο προς την Ελλάδα, αλλά και προς τους δυτικούς συμμάχους της.
«Η ιδέα ότι η πώληση των μαχητικών F-16 στην Τουρκία θα πείσει τον Ερντογάν να γίνει υπεύθυνος σύμμαχος είναι στην καλύτερη περίπτωση αφελής. Ωστόσο, αυτή είναι η θέση που παίρνει ο Μπάιντεν».
Η Τουρκία είναι πολύ πιο πιθανό να χρησιμοποιήσει τα νέα και αναβαθμισμένα F-16 για να απειλήσει την Ελλάδα ή την Αρμενία παρά να υπερασπιστεί το ΝΑΤΟ ενάντια στους Ρώσους. Το ίδιο συμβαίνει και με το Πακιστάν. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ενέκρινε την αναβάθμιση των μαχητικών F-16 της πακιστανικής ΠΑ, την ίδια στιγμή που το Πακιστάν αυξάνει την επιθετική ρητορική του προς τις ΗΠΑ.
Ο αρθρογράφος διερωτάται, ποιός είναι ο λόγος που η κυβέρνηση Μπάιντεν προχωράει σε όλες αυτές τις κινήσεις, οι οποίες ενδέχεται μακροπρόθεσμα να βλάψουν τα αμερικανικά συμφέροντα σε Ανατολική Μεσόγειο, Μέση Ανατολή και Ασία;
«Ήρθε η ώρα ο Μπάιντεν να ανακτήσει τον έλεγχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο παίρνει αποφάσεις χωρίς να ελέγχεται πραγματικά, με αποτέλεσμα να βλάπτεται η εθνική ασφάλεια», καταλήγει ο Michael Rubin.