της Amanda Mars (*)
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν σταμάτησαν να μετρούν – και, σε μερικές περιπτώσεις, να ξαναμετρούν – τις ψήφους των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου παρά μέχρι πριν από λίγες ημέρες. Το κρίσιμο – ποιος κέρδισε και χάρις σε ποιες πολιτείες – ξεκαθάρισε την 7η Νοεμβρίου, αλλά το παζλ άργησε να συναρμολογηθεί. Ένας λόγος είναι το μέγεθος της χώρας (330 εκατομμύρια κάτοικοι και 239 εκατομμύρια εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι). Ένας άλλος λόγος είναι η υψηλή συμμετοχή που σημειώθηκε σε αυτές τις εκλογές, η μεγαλύτερη των 120 τελευταίων ετών (ψήφισαν 158 εκατομμύρια, κάτι που σημαίνει συμμετοχή 66%). Μια ακόμη επιπλοκή ήταν οι προσφυγές του προέδρου Τραμπ, που αμφισβήτησε έντονα το αποτέλεσμα.
Η επικύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων δείχνει έναν μύθο για τον Τραμπ και έναν κίνδυνο για τον Μπάιντεν.
Η ανατροπή μιας διαφοράς μόλις 43.000 ψήφων σε τρεις πολιτείες θα μπορούσε να έχει δώσει τη νίκη στον Τραμπ. Κι αυτό, παρόλο που ο υποψήφιος των Δημοκρατικών έλαβε 7 εκατομμύρια ψήφους περισσότερες από εκείνον των Ρεπουμπλικανών (81,2 εκατομμύρια έναντι 74,2 εκατομμυρίων). Πράγματι, θα ήταν αρκετό 42.918 : 2 ψηφοφόροι στην Αριζόνα, την Τζόρτζια και το Ουισκόνσιν να είχαν ψηφίσει τον Τραμπ αντί για τον Μπάιντεν, ώστε να μιλούσε σήμερα ο κόσμος για την επανεκλογή του.
Μια διαφορά 10.457 ψήφων χρωμάτισε την Αριζόνα γαλάζια για πρώτη φορά από το 1996. Μια διαφορά 11.779 ψήφων έδωσε την Τζόρτζια στους Δημοκρατικούς για πρώτη φορά από το 1992. Και μια διαφορά 20.682 ψήφων χάρισε το Ουισκόνσιν στο κόμμα του Μπάιντεν.
Οι Δημοκρατικοί κέρδισαν λοιπόν στο νήμα; Όχι. Οι παραπάνω αριθμοί δείχνουν απλώς πόσο ευάλωτοι είναι οι Δημοκρατικοί λόγω του εκλογικού συστήματος. Το μοντέλο αυτό επιβραβεύει τις πολιτείες με μικρότερους πληθυσμούς. Επιπλέον, οι περισσότερες πολιτείες (εκτός από το Μέιν και τη Νεμπράσκα) χρησιμοποιούν το πλειοψηφικό σύστημα (που στα αγγλικά είναι γνωστό ως winner-takes-all). Είτε λοιπόν κερδίσει ο Μπάιντεν την Καλιφόρνια με διαφορά 5 εκατομμυρίων ψήφων, είτε με διαφορά 500 ψήφων, πάλι 55 εκλέκτορες θα πάρει.
Το σύστημα αυτό εξηγεί το παράδοξο του 2016, όπου 80.000 ψήφοι στην Πενσιλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν έδωσαν τη νίκη στον Τραμπ, παρόλο που έλαβε τρία εκατομμύρια ψήφους λιγότερες από τη Χίλαρι Κλίντον.
Με 74,2 εκατομμύρια ψήφους, ο απερχόμενος πρόεδρος έρχεται δεύτερος σε ψήφους στην ιστορία. Το ποσοστό του (46,8%) είναι κατά 0,3% μικρότερο από εκείνο που έλαβε ο Μιτ Ρόμνεϊ κατά του Μπάρακ Ομπάμα το 2012 και κατά 1,2% μεγαλύτερο από εκείνο που έλαβε ο Τζον ΜακΚέιν όταν ηττήθηκε το 2008. . Είναι επίσης κατά 0,9% μεγαλύτερο από αυτό που έλαβε το 2016.
Η νίκη του Μπάιντεν επιτρέπει στο Δημοκρατικό Κόμμα να ξεπεράσει το τραύμα του 2016, όταν ένας υποψήφιος από το πουθενά κέρδισε μια υποψήφια «από το εγχειρίδιο». Παρά ταύτα, οι κάλπες έστειλαν πολύ ανησυχητικά σημάδια στους Δημοκρατικούς. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων διατηρούν την πλειοψηφία, αλλά έχασαν 10 έδρες. Για να κερδίσουν την πλειοψηφία στη Γερουσία, θα πρέπει να κερδίσουν τις 2 έδρες που θα κριθούν στις επαναληπτικές εκλογές στην Τζόρτζια, τον ερχόμενο Ιανουάριο. Αν δεν το καταφέρουν, οι Ρεπουμπλικανοί θα είναι σε θέση να ακυρώνουν πολλές από τις πρωτοβουλίες του νέου προέδρου.
Και η μάχη στους κόλπους του Δημοκρατικού Κόμματος ανάμεσα στους μετριοπαθείς και τους αριστερούς θα ενταθεί.
(*) H Αμάντα Μαρς είναι αρθρογράφος της El Pais