Carnegie Europe: Το υψηλό κόστος από μια απρόβλεπτη Τουρκία

Την περίοδο 2019-2020, η τουρκική ηγεσία ανέλαβε μια σειρά πρωτοβουλιών στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας, ωστόσο οι πρωτοβουλίες αυτές δεν απέδωσαν και πολύ, εκτός από τη νίκη του Αζερμπαϊτζάν έναντι της Αρμενίας, χάρη στη στρατιωτική υποστήριξη που παρείχε η Τουρκία στο Μπακού.

Αντιθέτως – από τις δραστηριότητες της στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Λιβύη μέχρι το αδιέξοδο στην επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας και την προσπάθεια να ωθήσει απελπισμένους πρόσφυγες στα σύνορα με την Ελλάδα – η Άγκυρα κατέληξε περισσότερο απομονωμένη διπλωματικά από ποτέ άλλοτε στα 19 χρόνια διακυβέρνησης του ΑΚΡ. Ευτυχώς, το 2021 ήταν πιο ήσυχο.

Στο εσωτερικό, η οικονομία κλυδωνίζεται, το δικαστικό σύστημα πολιτικοποιείται και η ηγεσία απομακρύνεται από τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης για θέματα κράτους δικαίου. Και ως επιστέγασμα, τα ρωσικά πυραυλικά συστήματα S-400 έχουν γίνει το σημείο τριβής με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Οι ερμηνείες αφθονούν. Ορισμένοι Τούρκοι παρατηρητές έχουν βρει μια απλή εξήγηση σε αυτό το πολυδιάστατο χάος: ότι βιώνουμε το τέλος μιας εποχής και μια καθαρή μετάβαση στην μετά τον Ερντογάν πολιτική με τις επόμενες εκλογές.

Να όμως μια κάπως διαφορετική άποψη: η μελλοντική κατεύθυνση της Τουρκίας εξαρτάται από τα πολιτικά κόμματά της και τους ψηφοφόρους. Οι ευσεβείς πόθοι μπορεί να μην βοηθούν πολύ, αλλά η δημοκρατική ανθεκτικότητα θα μπορούσε να είναι αρκετή εάν οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης συμπεριφερθούν λογικά και οι ψηφοφόροι επιστρέψουν μαζικά.

Αφήνοντας κατά μέρους το «τέλος εποχής” έναντι του «μια συζήτηση από τα ίδια”, φαίνεται ότι μετά τον επόμενο γύρο των εκλογών, η τουρκική ηγεσία θα πρέπει να προχωρήσει σε τέσσερις θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις:: την πολιτική αρχιτεκτονική, το κράτος δικαίου, την οικονομία και την άμυνα. Ακόμη και αν ο φόβος του να χάσει τις εκλογές οδηγούσε την ηγεσία να τις παρακάμψει, η Τουρκία θα συνέχιζε να αντιμετωπίζει τα ίδια ζητήματα.

Πρώτον, το καθεστώς της πολιτικής αρχιτεκτονικής

Ο λαός στην Τουρκία παίρνει στα σοβαρά τις εκλογές και πολλοί τώρα αμφιβάλλουν για τα οφέλη ενός υπερ-προεδρικού συστήματος. Ως αποτέλεσμα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης οργανώνονται καλύτερα. Οι πολιτικές τους συζητήσεις επικεντρώνονται τώρα στην επιστροφή στο κοινοβουλευτικό σύστημα και στο πώς θα δημιουργηθεί μια ενιαία πλατφόρμα για αυτόν τον σκοπό.

Μέχρι τώρα, οι δημοσκοπήσεις επιμόνως δείχνουν αρνητικά αποτελέσματα για τον κυβερνητικό συνασπισμό του ΑΚΡ και του Εθνικιστικού Κινήματος (ΜΗΡ) και για τον ίδιο τον πρόεδρο, αφήνοντας τους με αρνητικές προοπτικές. Η συμμαχία πιθανότατα θα χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα για να ματαιώσει τις προσπάθειες της αντιπολίτευσης, όσυμπεριλαμβανομένης της αλλαγής του εκλογικού νόμου και πιθανώς απαγορεύοντας το κουρδικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP).

Όμως, εφόσον οι δημοσκοπήσεις είναι αξιόπιστες, η μαζική υστέρηση της κυβερνητικής συμμαχίας έναντι της αντιπολίτευσης, δεν μπορεί να αποκατασταθεί με περιθωριακές τακτικές που είδαμε στις προηγούμενες εκλογές, όπως το κλείσιμο εκλογικών κέντρων για λόγους ασφάλειας, τυχοδιωκτικές διακοπές ρεύματος κατά την καταμέτρηση των ψήφων και ξεκάθαρη απόρριψη εξέτασης των παραπόνων για απάτη που κατατέθηκαν στο Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο. Αυτή τη φορά, η πρόκληση για την ηγεσία είναι πραγματική.

Δεύτερο είναι το θέμα του κράτους δικαίου

Οι πολίτες της Τουρκίας τρέφονται συνεχώς με κραυγαλέα ψέματα – όπως ότι οι Γερμανοί και οι Γάλλοι στέκονται στην ουρά για τρόφιμα – και βρισκονται αντιμέτωποι με την εξύβριση των πρώην Γκιουλενιστών συμμάχων του AKP και της κοινωνίας των πολιτών, όπως έγινε με την περίπτωση του Osman Kavala.

Για τους δυτικούς παρατηρητές, μια τέτοια συμπεριφορά είναι ένδειξη πολιτικής αδυναμίας. Αλλά σε ένα απολυταρχικό καθεστώς που αντιμετωπίζει ένα αβέβαιο μέλλον, ο εκφοβισμός παραμένει ένα πολύ ισχυρό πολιτικό εργαλείο. Η ηγεσία της Τουρκίας έχει μέχρι στιγμής αγνοήσει τις καταδίκες από τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του οποίου η Τουρκία είναι μέλος. Τα δημοσιεύματα των ανεξάρτητων ΜΜΕ και η μεγάλη προσέλευση των ψηφοφόρων, θα έχουν μεγαλύτερη σημασία από ποτέ.

Το τρίτο στοιχείο είναι η οικονομία

Η οικονομία της Τουρκίας εξαρτάται από τις εξαγωγές, τον ισχυρό τουρισμό και τις αθρόες ξένες επενδύσεις, που απαιτούν και τα τρία εμπιστοσύνη στις δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές της χώρας καθώς και στο κράτος δικαίου.

Δυστυχώς, μεταξύ των αναδυόμενων αγορών, η Τουρκία ξεχωρίζει από την παράλογη πολιτική που ακολουθεί αναφορικά με τα επιτόκια. Βασίζεται σε μια πεποίθηση ότι οι τράπεζες δεν θα πρέπει να χρεώνουν τόκο και ότι τα χαμηλά επιτόκια φέρνουν χαμηλό πληθωρισμό. Αυτή η νομισματική πολιτική, που επιβάλλεται από τον επικεφαλής του κράτους καθώς και οι συναφείς διορισμοί διοικητών της κεντρικής τράπεζας, υπονομεύει τις ίδιες τις αγορές από τις οποίες εξαρτάται η οικονομία της χώρας για την επιβίωση και την ευημερία της.

Σε αυτή την ακατανόητη κατάσταση, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και τις επιπτώσεις της διαφθοράς, την πολιτική των «τρελών projects» και την επαναλαμβανόμενη επίκληση θεωριών συνωμοσίας. Αυτό καταλήγει σε αρνητικές επιπτώσεις για τους επενδυτές και τις αγορές και αυξάνει τη δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης για τον πληθωρισμό, την ανεργία και τις ψευδείς υποσχέσεις. Η έξοδος της Τουρκίας από αυτή την παράλογη κατάσταση, θα εξαρτηθεί από την ηγεσία.

Τέλος, το θέμα της άμυνας

Η Τουρκία έχει χρησιμοποιηθεί από τη Ρωσία ως σφήνα εναντίον του ΝΑΤΟ, καταλήγοντας σε μια win-win κατάσταση για το Κρεμλίνο και σε αδιέξοδο για την Άγκυρα. Το τρέχον αδιέξοδο αναφορικά με τους S-400 που παραδόθηκαν το 2019, απειλεί ξεκάθαρα το μέλλον της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας. Επιπλέον, οι δηλώσεις πολιτικής που εκπορεύονται από την ηγεσία στην Άγκυρα, δείχνουν μεγάλες ασυνέπειες μεταξύ της συνέχισης των αμυντικών συμβάσεων με τη Ρωσία και επιπλέον αγορών αμερικανικών αεροσκαφών και εξοπλισμού.

Η τουρκική ηγεσία, στην επόμενη θητεία της, θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με το προφανές γεγονός ότι η τρέχουσα πολιτική του «να πατάει σε δύο βάρκες», δεν παράγει σταθερό περιβάλλον για τη χώρα. Αυτή η αμφιταλάντευση μπορεί είτε να διαιωνιστεί με υψηλό κίνδυνο είτε να ξεκαθαριστεί με το τίμημα επώδυνων επιλογών. Το να συνεχίσει με την τρέχουσα πολιτική, συνεπάγεται επίσης κινδύνους για το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και την ΕΕ καθώς αναπόφευκτα έχει ως αποτέλεσμα κέρδη για τη Ρωσία. Ένα ασθενέστερο ΝΑΤΟ και μια πιο αδύναμη ΕΕ θα μπορούσαν να φανούν ελκυστικά στην τρέχουσα ηγεσία της Τουρκίας για εκλογικούς και προσωπικούς λόγους, αλλά και τα δύο αντιπροσωπεύουν επικίνδυνες λεωφόρους για το μέλλον της χώρας.

Αντιμέτωπες με μεγάλη αβεβαιότητα, οι δυτικές δυνάμεις είναι πιθανό να περιμένουν μέχρι νεοτέρας, προκειμένου να αποφύγουν μια περαιτέρω επιδείνωση της σχέσης με την Άγκυρα. Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, το μέλλον της Τουρκίας είναι γεμάτο αβεβαιότητες και ασυνέπειες. Η πολιτική συζήτηση εν όψει των εκλογών θα είναι έντονη. Για πρώτη φορά από το 2002, όταν το ΑΚΡ του Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία, το βάρος θα πέσει στα πολιτικά κόμματα και στους ψηφοφόρους της χώρας.

Πηγή: carnegieeurope.eu / Marc Pierini