Του Ιβάν Κράστεβ*
«Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει, όχι όμως και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος». Ετσι μου είπε ένας ανώτατος τούρκος αξιωματούχος τον οποίο συνάντησα πρόσφατα στην Αγκυρα. Μιλούσε για τη Μέση Ανατολή, αλλά ήταν το είδος του σχολίου που θα μπορούσα να ακούσω στη Μόσχα, στο Κίεβο ή στα Βαλκάνια για την κατάσταση στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Το μόνο μέρος στο οποίο δεν θα μπορούσα να το ακούσω είναι οι Βρυξέλλες. Κι αυτό, επειδή η Ευρωπαϊκή Ενωση εξακολουθεί να είναι απροετοίμαστη να ζήσει σε έναν κόσμο όπου έχει επιστρέψει η γεωπολιτική. Σε έναν κόσμο όπου οι κυβερνήσεις, αλλά και η κοινή γνώμη, έχουν και πάλι εμμονή με τα σύνορα και ορίζουν την επιτυχία με βάση όχι την οικονομική ανάπτυξη, αλλά την εθνική υπερηφάνεια.
Αυτό γίνεται σήμερα στα δυτικά Βαλκάνια, όπου δοκιμάζεται η ικανότητα της ΕΕ να σκεφθεί και να δράσει ως ένας γεωπολιτικός παίκτης. Πριν από λίγο καιρό, η ΕΕ παρουσίασε τη νέα της στρατηγική για τα δυτικά Βαλκάνια. Ο στόχος της είναι να ενθαρρύνει τις μεταρρυθμίσεις στη Σερβία, στο Μαυροβούνιο, στη Βοσνία, στο Κόσοβο, στην ΠΓΔΜ και στην Αλβανία, με ανταμοιβή την ένταξη. Το ότι οι θεσμοί των Βρυξελλών βρίσκουν το κουράγιο να επαναφέρουν αυτό το χαρτί στο προσκήνιο παρά το κύμα του λαϊκισμού που σαρώνει την Ευρώπη δεν είναι μικρό πράγμα.
Υπάρχει ένα βαλκανικό ανέκδοτο που αποτυπώνει τη διάθεση όλων εκείνων που αισθάνονται ότι τους άφησαν να περιμένουν για πολύ καιρό. Αναφορικά με την ένταξη στην ΕΕ, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στους αισιόδοξους και τους απαισιόδοξους; Οι πρώτοι πιστεύουν ότι η Τουρκία θα ενταχθεί στη διάρκεια της αλβανικής προεδρίας, ενώ οι δεύτεροι πιστεύουν ότι η Αλβανία θα ενταχθεί στη διάρκεια της τουρκικής προεδρίας. Δηλαδή ποτέ.
Οι Βρυξέλλες έχουν δίκιο όταν λένε ότι το στάτους κβο δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αν δεν υπάρξει όμως μια συνέχεια, οι αναγγελίες μπορεί να προκαλέσουν αστάθεια στην περιοχή. Αυτό που θα έπρεπε να φοβάται περισσότερο η ΕΕ είναι μια επανάληψη του σεναρίου της Ουκρανίας, όπου η υποστήριξη του ευρωπαϊκού σχεδίου από μια κυβέρνηση προκαλεί αρνητικές αντιδράσεις από τους αντιπάλους της ένταξης (δηλαδή τη Ρωσία), αντί να προκαλέσει θετικές αντιδράσεις από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Πολλοί είναι οι παράγοντες που επανέφεραν τα Βαλκάνια στο προσκήνιο, με σημαντικότερο την πρόσφατη προσφυγική κρίση. Υστερα από μια περίοδο όπου η ΕΕ έδινε λίγα χρήματα με πολλούς περιοριστικούς όρους, υπάρχει τώρα μια δυναμική για διεύρυνση της Ενωσης.
Μια ενθαρρυντική πρόσφατη εξέλιξη ήταν η επικύρωση μιας συνθήκης φιλίας μεταξύ της Βουλγαρίας και της ΠΓΔΜ, δύο χωρών που είχαν για καιρό ταραγμένες σχέσεις, κυρίως για ζητήματα μειονοτήτων. Με την υπογραφή της συνθήκης, δείχνουν ότι θα επιχειρήσουν να βρουν λύσεις στα προβλήματά τους.
Για να πετύχει όμως η ΕΕ τον στόχο της μεταμόρφωσης της περιοχής, θα πρέπει να συνειδητοποιήσει τις τεράστιες γεωπολιτικές αλλαγές που έχουν συμβεί. Το 2003, όταν η ΕΕ υποσχέθηκε για πρώτη φορά την ένταξη, όλοι θεωρούσαν ότι το μέλλον της περιοχής θα ήταν ευρωπαϊκό. Η Ρωσία ενδιαφερόταν για τα Βαλκάνια κυρίως ως διαμετακομιστικό χώρο για τις εξαγωγές ενέργειας προς τις δυτικοευρωπαϊκές αγορές. Η φιλοδοξία της Μόσχας ήταν να διατηρήσει μια επιρροή στην περιοχή, όχι να ανταγωνιστεί τις Βρυξέλλες.
Πριν από 15 χρόνια, η Τουρκία έβλεπε με αισιοδοξία την προοπτική ένταξής της στην ΕΕ. Και κανείς δεν μιλούσε για την Κίνα στα Βαλκάνια. Σήμερα, η Κίνα αναδεικνύεται στον υπ?αριθμόν ένα ξένο επενδυτή στη Σερβία. Τα σχέδια ανάπτυξης ενός σιδηροδρομικού δικτύου υψηλής ταχύτητας μεταξύ Πειραιά και Βουδαπέστης, μέσω Βελιγραδίου, ενδιαφέρουν ιδιαίτερα το Πεκίνο, που ελπίζει τα δυτικά Βαλκάνια να ενταχθούν τελικά στην ευρωπαϊκή ενιαία αγορά.
Αλλά και η προσέγγιση της Ρωσίας έχει αλλάξει. Οι Βρυξέλλες δεν χρειάζεται να έχουν κατάσκοπο στη Μόσχα για να καταλάβουν ότι το Κρεμλίνο θα κάνει τα πάντα για να εμποδίσει την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Όχι λόγω της στρατηγικής σημασίας αυτού του γεγονότος, αλλά λόγω της συμβολικής του σημασίας.
Τα Βαλκάνια είναι η περιοχή όπου η Ρωσία μπορεί να αποσταθεροποιήσει την ΕΕ με μικρό πολιτικό κόστος, σε ό,τι αφορά τόσο το οικονομικό μέρος όσο και τον κίνδυνο αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ. Η ευρωπαϊκή διπλωματία θα πρέπει να πείσει λοιπόν τη Μόσχα ότι η κλιμάκωση της έντασης δεν είναι προς το συμφέρον της. Είναι έτοιμη η ΕΕ να κάνει κάτι τέτοιο;
Κι ύστερα υπάρχει η Τουρκία, που οι σχέσεις της με την ΕΕ είναι στο χαμηλότερο σημείο τους. Δεν είναι ακόμη σαφές τι θα κάνει ο πρόεδρος Ερντογάν στα δυτικά Βαλκάνια. Ενώ η Αγκυρα προσπαθεί να αυξήσει την επιρροή της στις μουσουλμανικές κοινότητες των Βαλκανίων, η Μόσχα κάνει το ίδιο με τους Χριστιανούς Ορθόδοξους. Θα μπορούσαν η Ρωσία και η Τουρκία να συντονίσουν την πολιτική τους, όπως προσπαθούν να κάνουν στη Συρία;
Αν η ΕΕ δεν αντιληφθεί αυτή τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα, η στρατηγική της στα δυτικά Βαλκάνια θα γνωρίσει την ήττα.
(*) Ο Ιβάν Κράστεβ είναι πρόεδρος του Κέντρου Φιλελεύθερης Στρατηγικής, που εδρεύει στη Σόφια