Του Άρη Μπιλίνη*
Μία από τις δηλώσεις του Τραμπ που προκάλεσαν μεγαλύτερη αίσθηση στη διάσκεψη του Κογκρέσου της 5ης Φεβρουαρίου 2019 ήταν ότι “οι μεγάλες χώρες δεν διεξάγουν ατέλειωτους πολέμους” (Great nations do not fight endless wars). H καμπάνα χτυπάει κατά κύριο λόγο για τις μακροχρόνιες επιχειρήσεις των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν αλλά και για την πιο πρόσφατη ανάμειξη στη Συρία που δείχνει να έχει την ίδια εξέλιξη με τις προηγούμενες.
Παραπέμπει όμως ιστορικά και στο “φάντασμα” των ΗΠΑ από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, τη δεκάχρονη και πλέον περιπέτεια στο Βιετνάμ. Είναι αλήθεια ότι η ιδέα περί περιορισμού των αμερικανικών εμπλοκών παγκοσμίως δεν είναι καινούργια και ακούγεται από διάφορες πηγές στις ΗΠΑ ήδη από τα πρώτα ψυχροπολεμικά χρόνια.
Οι ΗΠΑ, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ επιχείρησαν να “επιβάλουν” τη δημοκρατία και τη φιλελεύθερη αγορά σε πρώτη φάση αλλά και να εξολοθρεύσουν τη διεθνή τρομοκρατία σε δεύτερη, μέσα σε ένα πλαίσιο “Φιλελεύθερης Ηγεμονίας” από πλευράς Ουάσινγκτον.
Οι επικριτές της πολιτικής αυτής επισήμαναν ότι είναι πολυέξοδη, αναποτελεσματική και δεν εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα.
Σήμερα, για πρώτη φορά, και επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, φαίνεται να είμαστε πιο κοντά από ποτέ στη λήξη της πολιτικής αυτής. Για τις ίδιες τις χώρες, από όπου αναμένεται να αναχωρήσουν τα αμερικανικά στρατεύματα, και ειδικά το Ιράκ και το Αφγανιστάν, πιθανότερο σενάριο είναι να κλιμακωθούν οι εσωτερικές τους συγκρούσεις σε απρόβλεπτο βαθμό.
Οι ένοπλες συγκρούσεις αυτές συγκρατούνται από τους Αμερικάνους και τίποτα δε θα τις εμποδίζει πλέον από το να επεκταθούν και στις γύρω χώρες. Τα σύνορα των περισσότερων χωρών της Μέσης Ανατολής υφίστανται περισσότερο από πίεση του δυτικού παράγοντα, ο οποίος τα σχεδίασε, παρά από τη θέληση των ίδιων των κατοίκων.
Η έλλειψη, άρα, του αμερικανικού ελέγχου των συνόρων θα οδηγήσει πιθανώς σε ένα χάος – μεγαλογραφία του τι συμβαίνει στη Συρία με έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Η Κίνα ή η Ρωσία ενδεχομένως να επιχειρήσουν να αντικαταστήσουν το ρόλο των ΗΠΑ ως τοποτηρητή της περιοχής, όμως στερούνται το ιδεολογικο υπόβαθρο που συνόδευε παραδοσιακά την Ουάσινγκτον.
Τόσο η Μόσχα, όπως φάνηκε και στην εμπλοκή της στη Συρία, όσο και το Πεκίνο αδυνατούν να καλλιεργήσουν ιδεολογικά αφηγήματα με τα οποία να “καλύπτουν” τη δράση τους και είναι πιθανό να μην το επιδιώκουν έτσι και αλλιώς.
Η μόνη που θα μπορούσε να αντικαταστήσει την Ουάσινγκτον σε αυτό το κομμάτι θα ήταν μια Ενωμένη Ευρώπη με έναν δικό της στρατό. Σε κάθε περίπτωση πάντως το πολυέξοδο και το ανώφελο της αμερικανικής εμπειρίας δύσκολα θα προσελκύσει μελλοντικούς “χωροφύλακες”.
Για τις ίδιες τις ΗΠΑ η αποχώρηση και η οικονομία δυνάμεων που θα εφαρμόσουν θα τις κάνει να επικεντρωθούν στους παράγοντες εκείνους που απειλούν άμεσα στα αμερικανικά συμφέροντα. Τέτοιοι είναι η άνοδος της Κίνας και κυρίως στον Ειρηνικό Ωκεανό, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και η προσπάθεια της Ρωσίας να ανακτήσει τα “περασμένα μεγαλεία”. Μια πολιτική δηλαδή που παραπέμπει στο γενικότερο σύνθημα “America First”, πρώτα η Αμερική και πλέον όχι η εξάπλωση της δημοκρατίας στον κόσμο.
Αυτό θα ενθαρρύνει άλλα κράτη, μικρά και μεγάλα να μιμηθούν την πολιτική των ΗΠΑ και να αρχίσουν να επιχειρούν και αυτά μονομερώς αδιαφορώντας για τις ευρύτερες συνέπειες των πρακτικών τους. Δεν αποκλείεται επίσης, τρομοκρατικές ομάδες να αναβιώσουν, απαλλαγμένες πλέον από τον αμερικανικό έλεγχο και μακροπρόθεσμα να αποτελέσουν ξανά άμεση απειλή για τις ΗΠΑ αναγκάζοντάς τες να εκστρατεύσουν ξανά παρά την αντίθετη κοσμοθεωρία τους.
Παράλληλα, η Ουάσινγκτον θα χάσει το προνόμιο να δοκιμάζει οπλικούς εξοπλισμούς και πολεμικές τακτικές σε διαφορετικά πεδία μάχης. Αυτό θα στοιχίσει σε τεχνογνωσία και σε στρατιωτική εμπειρία αλλά και σε εμπιστοσύνη των συμμάχων των ΗΠΑ σε αυτές μιας και πλέον θα παραμένουν αδρανείς και δε θα είναι σε θέση να διδάσκουν την τέχνη του σύγχρονου πολέμου με την ίδια ευκολία.
Ο αντίκτυπος που θα χει και στην πολεμική βιομηχανία της χώρας θα είναι επίσης τεράστιος με την πολιτική ηγεσία να καλείται να βρει εναλλακτικές λύσεις για τις απώλειες της εθνικής οικονομίας.
Φαίνεται λοιπόν ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ από τις μακροχρόνιες περιπέτειές εγκυμονεί κινδύνους, τόσο για την περιοχή όσο και για τις ίδιες, που ξεπερνάνε τα όποια οφέλη της απόφασης αυτής. Από την άλλη μεριά όμως, είναι λογικό σε μια κρίσιμη οικονομική συγκυρία όπως η σημερινή, με την Κίνα να αναδύεται συνεχώς και τη Μόσχα πιο “οργισμένη” από ποτέ, να θεωρείται περιττή πολυτέλεια η πολυετής παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων τόσο μακριά από τη βάση τους.
*Ο Άρης Μπιλίνης είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο