Της Μαρίσας Μοτίκα
Την τελευταία δεκαετία, η Τουρκία έχει εκπονήσει έναν τεράστιο αριθμό εξοπλιστικών σχεδίων. Σχέδια που αφορούν τόσο στην αγορά ξένων οπλικών συστημάτων (s-400, Patriot κ.ά.), όσο και στη συμπαραγωγή (F-35,ελικόπτερα ALTAY κ.ά.) ή εξ ολοκλήρου εγχώρια παραγωγή αμυντικού εξοπλισμού (πρόγραμμα εθνικού πλοίου MILGEM, κορβέτες, σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου koral, κ.ά.) καθώς και τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό του υφισταμένου οπλοστασίου. Η εφημερίδα Sabah κάνει λόγο για συνολικά 600 αμυντικά σχέδια αξίας 60 δις $. Αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου πριν ένα χρόνο, με έκτακτο νόμο, ο Ερντογάν ετέθη επικεφαλής του Υφυπουργείου Αμυντικών Προγραμμάτων (SSM) καταδεικνύοντας τη σημασία που του αποδίδει.
Τα αίτια της εξοπλιστικής κούρσας είναι αρκετά. Εν πρώτοις, η Τουρκία χρειάζεται οπλισμό για λόγους εξωτερικής πολιτικής κι ασφάλειας επειδή αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις ήδη από την επαύριο του πραξικοπήματος του 2016 και τα αποσταθεροποιητικά απότοκα της Αραβικής Άνοιξης και του συριακού πολέμου. Καθόσον από τα μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες που ευαγγελιζόταν το δόγμα Νταβούτογλου η χώρα πλέον έχει μηδενικούς φίλους στην περιοχή (τη εξαιρέσει του Ιράν), υπάρχει ανάγκη αμυντικής θωράκισης της χώρας για παν ενδεχόμενο. Πάνω από όλα, βεβαίως, ο Τούρκος πρόεδρος επιδιώκει η επόμενη μέρα στη Μέση Ανατολή και το Αιγαίο να διαμορφωθεί σε συνεργασία με την Τουρκία κι όχι ερήμην της.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια κι, ιδίως μετά το 2010, ο νεο-οθωμανισμός έχει αναχθεί σε κύρια πολιτική. Από χώρα-πρότυπο για μετριοπαθείς κοσμικές κυβερνήσεις του μουσουλμανικού κόσμου, η Τουρκία έχει καταστεί μέρος των προβληματικών περιοχών στην καυτή Μέση Ανατολή. Η νέο-οθωμανική πολιτική επιτάσσει την υιοθέτηση μιας επιθετικής εξωτερικής πολιτικής διότι η αναβίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας προϋποθέτει την προσάρτηση εδαφών άλλων χωρών (Ελλάδας, Συρίας, Ιράκ, Βουλγαρίας)., η οποία επουδενί μπορεί να επιτευχθεί δια της διπλωματικής οδού . Η εισβολή στο Αφρίν στη Βόρειο Συρία υπό το πρόσχημα της πάταξης των Κούρδων «τρομοκρατών» ενισχύει αυτή την άποψη.
Σημαντική παράμετρο αποτελούν οι συνεχώς επιδεινούμενες σχέσεις Τουρκίας- Δύσης. Η Άγκυρα κατηγορεί τη Δύση για χλιαρή υποστήριξη αν όχι υποκίνηση του πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016, για υπόθαλψη Κούρδων και του Φετουλάχ Γκιουλέν καθώς και για μη αποδοχή της ξεχωριστής ταυτότητας και δύναμης της Τουρκίας. Τα συνεχή επικριτικά σχόλια δυτικών αξιωματούχων για το κάθε τουρκικό καθεστώς σπρώχνουν, επίσης, την Άγκυρα όλο και περισσότερο προς την ανατολή.
Ως εκ τούτου, αρκετές δυτικές χώρες αρχίζουν να αποστασιοποιούνται από την Τουρκία και να ακυρώνουν ή να πιέζονται να σταματήσουν τις συναλλαγές τους σε οπλισμό.. Επί παραδείγματι, η επίθεση της προσωπικής φρουράς του Ερντογάν σε διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν ειρηνικά στην Ουάσιγκτον προκάλεσε διπλωματική ένταση και παύση της πώλησης αμερικανικών όπλων στη φρουρά. Η Τουρκία, όμως, φαίνεται να χρησιμοποιεί την τακτική της φυλάκισης ξένων υπηκόων ως μοχλό πίεσης προς τις δυτικές κυβερνήσεις ώστε να προμηθευτεί οπλικά συστήματα.
Η υπόθεση των S-400 σε συνδυασμό με την παρατεταμένη φυλάκιση ενός Αμερικανού πάστορα οδήγησε μέλη του Κογκρέσου στο να εισηγηθούν το μπλοκάρισμα της πώλησης των F-35 ως απάντηση «στην απρόσεκτη διακυβέρνησή του και την αδιαφορία του για την εφαρμογή του νόμου». Ο Υπουργός Εξωτερικών, Τσαβούσογλου, δήλωσε ότι η χώρα του θα προχωρήσει σε αντίποινα αν ακυρωθεί η προμήθεια των F-35. «Η Τουρκία δεν είναι μια χώρα υπό τις διαταγές σας, είναι ένα ανεξάρτητο κράτος [..] το να της υπαγορεύεται τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει δεν είναι σωστή προσέγγιση», υπογράμμισε. Στις 17 Μαϊου το Κογκρέσο ανακοίνωσε το» πάγωμα» της πώλησης F-35 κι άλλων όπλων στην Άγκυρα.
Εντούτοις, σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις, η Άγκυρα δείχνει να «παγώνει» την παραλαβή του ρωσικού συστήματος τουλάχιστον για 1,5 χρόνο με τη δικαιολογία ότι οι Τούρκοι χειριστές πρέπει να εκπαιδευτούν πρώτα. Στην πραγματικότητα, όμως, στόχος είναι η μη ακύρωση της παραλαβής των πρώτων F-35 που έχει οριστεί για τις 21 Ιουνίου.
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι οπλικές συνδιαλλαγές με τη Δύση δε σταμάτησαν ποτέ εξ ολοκλήρου. Τόσο αμερικανικές όσο και γερμανικές εταιρίες συνεχίζουν τη συνεργασία τους με την τουρκική κυβέρνηση παρά τις δηλώσεις των κυβερνήσεων περί του αντιθέτου. Η είδηση προ ημερών ότι η πώληση των 6 γερμανικών υποβρυχίων στην Τουρκία προχωρά κανονικά αποτελεί ακόμη ένα δείγμα της αντιφατικής δυτικής πολιτικής.
Βασικό μέλημα της τουρκικής κυβέρνησης, προκειμένου να καταστεί η χώρα ανεξάρτητη στρατιωτικά, να αντιμετωπίσει τυχόν δυτικό εμπάργκο και τις αυξανόμενες ανάγκες οπλισμού αλλά και για την ανάπτυξη της οικονομίας, συνιστά η ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Διακαής πόθος είναι να καταστεί η χώρα αυτάρκης σε εξοπλισμούς ως το 2023, έτος συμπλήρωσης 100 χρόνων από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκίας. Από τότε που ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία, το ποσοστό εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας από 20% το 2002 έχει εκτοξευθεί στο 65%. Στα σχέδια του Ερντογάν μετέχουν πάνω από 50 τουρκικές εταιρίες και ινστιτούτα.
Παράλληλα, ευελπιστεί ότι στα επόμενα χρόνια θα καταστεί υπολογίσιμη δύναμη στις εξαγωγές οπλικών συστημάτων. Οι τουρκικές εταιρίες, Aselsan και TUSAS, μάλιστα, φιγουράρουν στη λίστα των 100 κορυφαίων αμυντικών βιομηχανιών σε παγκόσμιο επίπεδο ενώ κι άλλες εταιρίες αυξάνουν τις εξαγωγικές δραστηριότητές τους. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του σουηδικού ινστιτούτου SIPRI, την περίοδο 2012-2016, η Τουρκία ήταν 6η στις εισαγωγές και 16η στις εξαγωγές όπλων ενώ κατά το 2017, 22η και 13η αντιστοίχως.
Ένα ερώτημα που τίθεται είναι αν εντέλει πραγματοποιηθούν όλα αυτά τα μεγαλεπήβολα τουρκικά σχέδια. Το δυσθεώρητο κόστος τους σίγουρα θα επιβαρύνει την τουρκική οικονομία που ήδη αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Συνυπολογίζοντας και το ασταθές κλίμα που επικρατεί και αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για ξένες επενδύσεις, γίνεται αντιληπτό ότι δεν υπάρχουν πηγές προσπορισμού. Μάλιστα, η αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά $4,8 δις περίπου το 2018 και η μετακύλιση του βάρους στους πολίτες και τις επιχειρήσεις μέσω της αύξησης της φορολογίας, όπως είχε αποφασιστεί πριν την προκήρυξη εκλογών, θα έχει αντίκτυπο στο βιοτικό επίπεδο του λαού. Ωστόσο, ελέω προεκλογικής περιόδου, ο Ερντογάν εξαγγέλλει παροχές κάθε είδους κι όχι φόρους.
Εν κατακλείδι, ο ορυμαγδός εξοπλιστικών προγραμμάτων στην Τουρκία είναι σίγουρα εντυπωσιακός και μπορεί να καταστήσει τη χώρα σημαντική περιφερειακή δύναμη ενώ η αύξηση της εγχώριας παραγωγής θα μειώσει την εξάρτηση από ξένες χώρες και θα της επιτρέψει να ακολουθεί μια πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική ενώ θα της προσδώσει και βαρύνοντα ρόλο στις εξελίξεις στις περιοχές ενδιαφέροντός της. Εντούτοις, οι γενικότερες οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες και το ευμετάβλητο των διεθνών σχέσεων δεν ευνοούν την υλοποίηση όλων των σχεδίων.