Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Συχνά, συχνότερα τον τελευταίο καιρό, ο Πρόεδρος Χριστόφιας παραπέμπει στην πολιτική του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για να υπερασπισθεί τις θέσεις του στο Κυπριακό. Κι’ αυτό παρά το γεγονός ότι η συμφωνία υψηλού επιπέδου του 1977 (αλλά και του 1979) και η όλη προσέγγιση του Προέδρου Μακαρίου δεν έχουν καμιά σχέση με τη σημερινή βάση των διαπραγματεύσεων.
Μετά την τραγωδία στο Μαρί και τη σκληρή κριτική που δέχεται ο Πρόεδρος Χριστόφιας οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις στην προσπάθεια τους να υπεραμυνθούν του Προέδρου παραλληλίζουν άμεσα και έμμεσα με την περίοδο στην οποία ο Μακάριος δεχόταν σκληρή κριτική με τελική κατάληξη την τραγωδία του 1974. Οι συγκρίσεις που γίνονται είναι εκτός τόπου και χρόνου και αποτελούν τουλάχιστον υπερβολή εάν όχι ύβρι. Ούτε φυσικά μπορεί να γίνει σύγκριση μεταξύ Μακαρίου και Χριστόφια ως πολιτικών ανδρών: ούτε για το αξιακό τους σύστημα, ούτε για τις εκατέρωθεν ικανότητες και την εμβέλεια τους, ούτε για τον χειρισμό της γλώσσας, ούτε για την αποδοχή και αναγνωρισιμότητα εντός και εκτός Κύπρου. Πέραν τούτου η περίοδος Μακαρίου ήταν πολύ πιο δύσκολη και πολύπλοκη.
Η συστηματική αυτή παραπλάνηση παραμονές μάλιστα της τριμερούς συνάντησης του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ μετά του Προέδρου Χριστόφια και του Τουρκοκύπριου ηγέτη σκοπό έχει από την μια να τονίσει το κλίμα διωγμού που ίσως να νιώθει το Προεδρικό και από την άλλη να διευκολύνει τους διαπραγματευτικούς χειρισμούς του κ. Χριστόφια. Επιβάλλεται όμως να θυμηθούμε τι είπε, μεταξύ άλλων, σε ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος την 1η Οκτωβρίου 1974 στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ:
«Τα επιχειρήματα και οι ισχυρισμοί ούτοι δεν αποτελούν παρά μόνον προσχήματα δια τας επεκτατικάς βλέψεις της Τουρκίας, τα οποία φέρουν εντόνως εις την μνήμην μας τα επιχειρήματα και τους ισχυρισμούς, τους οποίους προέβαλεν ο Χίτλερ δια να εισβάλη εις την Τσεχοσλοβακίαν. Φέρουν ωσαύτως εις την μνήμην μας τας μεθόδους τας οποίας εχρησιμοποίησεν η Τουρκία δια να προσαρτήση την Αλεξανδρέτταν. Η αυτονομία και ασφάλεια της μικρής τουρκοκυπριακής μειονότητος των 18% κατ΄ ουδένα τρόπον δύναται να δικαιολογήση γεωγραφικήν ομοσπονδίαν, η οποία εν τη πράξει θα εσήμαινε την διχοτόμησιν της Κύπρου». (Μ. Χριστοδούλου, Η Πορεία μιας Εποχής: Η Ελλάδα, η Κυπριακή Ηγεσία και το Κυπριακό Πρόβλημα (Αθήνα: Εκδοτικός και Εμπορικός Οργανισμός Ιωάννου Φλώρου, 1987), σελ. 708).
Επιστρέφοντας στην Κύπρο ο Μακάριος για να συνεχίσει τον αγώνα για αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας και ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας είχε αρχικά ταχθεί υπέρ της πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας. Ταυτόχρονα διατύπωσε κατ’ επανάληψιν την άποψη ότι εάν θα επιστρεφόταν μόνο μικρό ποσοστό εδάφους θα ήταν προτιμότερη η εκκρεμότητα. Ούτως ή άλλως όταν πείσθηκε για τη διπεριφερειακή ομοσπονδία και όταν μετά τις προτάσεις που κατέθεσε ο διαπραγματευτής Τ. Παπαδόπουλος δεν διαφοροποιήθηκε η στάση της τουρκικής πλευράς, ο Πρόεδρος Μακάριος στην τελευταία του ομιλία στις 20 Ιουλίου 1977 διακήρυξε ότι ενώ η ελληνοκυπριακή πλευρά επιθυμεί άμεση λύση οι πραγματικότητες καθιστούν τον μακροχρόνιο αγώνα επιβεβλημένη αναγκαιότητα. Εν ολίγοις ο μακροχρόνιος αγώνας δεν ήταν επιλογή αλλά απότοκο της τουρκικής αδιαλλαξίας.
Αλλά και μετά από τόσα χρόνια η Τουρκία εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει το δικαίωμα ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας και ούτε τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Και εποικίζει την κατεχόμενη Κύπρο σε βαθμό που οι Τουρκοκύπριοι είναι σήμερα μειονότητα στην ούτω καλούμενη «ΤΔΒΚ» ενώ συστηματικά καταστρέφει την ελληνοχριστιανική πολιτιστική κληρονομιά. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω και ο νοών νοείτω.
Είναι προφανές ότι η φιλοσοφία των διακοινοτικών συνομιλιών στη βάση της διζωνικής δικονοτικής ομοσπονδίας που έχει ακολουθηθεί τα τελευταία χρόνια ολοκληρώνει άδοξα τον κύκλο της. Η ουσία είναι να έχουμε τα ψυχικά αποθέματα και το στρατηγικό βάθος για τη χάραξη μιας σοβαρής εναλλακτικής πορείας.
•Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων.