Έμεινε στην ιστορία ως η μεγαλύτερη σκευωρία κατά στρατιωτικών στην Ελλάδα. Σαν σήμερα το 1953 ολοκληρώθηκε η Δίκη των Αεροπόρων.
Η περίφημη ιστορία που οδήγησε στη Δίκη των Αεροπόρων ,σε βαριές καταδίκες και τελικά στην αμνήστευσή τους,αφού πρώτα αποδείχτηκε η σκευωρία.
Όλα ξεκίνησαν στις 13 Σεπτεμβρίου 1951 στη Σχολή Ικάρων ,μ΄ ένα ατύχημα σε εκπαιδευτικό αεροπλάνο τύπου Χάρβαρντ.
Λίγες μέρες αργότερα, σε αίθουσα της σχολής βρέθηκε γραμμένο στον τοίχο σύνθημα υπέρ του ΚΚΕ.
Ο τότε αρχηγός ΓΕΑ αντιπτέραρχος Εμμανουήλ Κελαϊδής διατάσσει ένορκο προανάκριση για «ενδείξεις δολιοφθοράς σε πολεμικό αεροσκάφος της Σχολής Αεροπορίας».
Είχαν περάσει μόλις δύο χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου και στην εξουσία εναλλάσσονταν κυβερνήσεις με τον Σοφοκλή Βενιζέλο και τον Νικόλαο Πλαστήρα, πάντα υπό την υψηλή εποπτεία της Αμερικανικής Αποστολής.
Στους κόλπους του στρατού δρούσε η μυστική οργάνωση ΙΔΕΑ («Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών»), που αποτέλεσε χρόνια αργότερα τη «μαγιά» του Πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου.
Στις αρχές του 1952 άρχισαν οι ανακρίσεις και σύντομα στα μπουντρούμια του Αερονομείου Παλαιού Φαλήρου βρέθηκαν οι πρώτοι κατηγορούμενοι, οκτώ αξιωματικοί (αντισμήναρχος ε.α. Θεοφάνης Μεταξάς, σμηναγοί Ηλίας Παναγουλάκης και Ελευθέριος Ζαφειρόπουλος, υποσμηναγοί Γεώργιος Θεοδωρίδης και Γεώργιος Μαδεμλής, επισμηναγός Νικόλαος Δόντζογλου και ανθυποσμηναγός Παναγιώτης Λεμπέσης), εφτά υπαξιωματικοί και πέντε ιδιώτες. Οι κατηγορούμενοι υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια και ομολόγησαν την ενοχή τους στη δολιοφθορά του αεροπλάνου. Ένας εκ των κατηγορουμένων, ο καθηγητής μαθηματικών Χρήστος Δαδαλής, δεν άντεξε και πέθανε από τα βασανιστήρια.
Οι παρακρατικοί που είχαν αναλάβει την υπόθεση έπρεπε να συνδέσουν τους κατηγρούμενους με το ΚΚΕ. Και δεν δίστασαν να θυσιάσουν ακόμη και ανθρώπινη ζωή γι΄ αυτό.
Ένας Ίκαρος ο Νίκος Ακριβογιάννης πήγε στις 7 Απριλίου 1952 στην Αλβανία για δήθεν εθνική αποστολή με την ιδιότητα του φυγάδα κομμουνιστή. Στη συνέχεια τον κατέδωσαν στις αλβανικές αρχές, ως διπλό πράκτορα. Ο Ακριβογιάννης καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 15 Απριλίου 1953.
Την επόμενη μέρα ανέλαβαν οι “πρόθυμες γραφίδες” να στηρίξουν την υπόθεση,γράφοντας «για την ανακαλυφθείσα κομμουνιστική δράση στην Αεροπορία» ακόμη και για καταρρίψεις αεροσκαφών από τους συνωμότες!
Στις 10 Ιουλίου 1952 εκδίδεται το παραπεμπτικό βούλευμα, με το οποίο οδηγούνται στο εδώλιο του Αεροδικείου 19 άτομα.
Κατά το βούλευμα, οι κατηγορούμενοι είχαν φτιάξει οργάνωση, που δρούσε από το 1950 και εκτελούσε εντολές της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Η «Δίκη των Αεροπόρων» άρχισε στις 22 Αυγούστου 1952 και ολοκληρώθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου. Μάταια οι κατηγορούμενοι αξιωματικοί επέσειαν στους Αεροδίκες τα μετάλλια και τα παράσημα, που είχαν λάβει στα πεδία των μαχών. Το δικαστήριο πείσθηκε για την ενοχή τους και επέβαλε την ποινή του θανάτου στον σμηναγό Παναγουλάκη και τον υποσμηναγό Θεοδωρίδη. Σε τέσσερις κατηγορουμένους επέβαλε ισόβια, σε δύο εικοσαετή κάθειρξη, σε δύο δεκαετή κάθειρξη, ενώ οι υπόλοιποι κηρύχθηκαν αθώοι.
Το Μάρτιο του 1953 η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Αναθεωρητικό Δικαστήριο, που ύστερα από μερικές συνεδριάσεις ανέβαλε τη δίκη «λόγω σημαντικών αιτίων και για κρείσσονες αποδείξεις». Τη χώρα τώρα κυβερνούσε ο νικητής του Εμφυλίου Αλέξανδρος Παπάγος, έχοντας κερδίσει δια περιπάτου τις εκλογές. Στις 30 Σεπτεμβρίου άρχισε η δίκη στο Αναθεωρητικό και ολοκληρώθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1953, με δέκα κατηγορουμένους. Η ατμόσφαιρα αυτή τη φορά ήταν φανερά διαφορετική. Όλα τα στοιχεία πείθουν ότι πρόκειται για σκευωρία. Παρόλα αυτά, οι δικαστές δέχονται την ύπαρξη συνωμοσίας και επιβάλλουν ελαφρύτερες ποινές στους κατηγορουμένους. Δύο καταδικάζονται σε ισόβια, έξι σε ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης και δύο αθωώνονται.
Ο φάκελλος της υπόθεσης των αεροπόρων έκλεισε οριστικά τον Νοέμβριο του 1955, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή χορήγησε αμνηστία στους καταδικασθέντες, αλλά και στους σκευωρούς, πολλοί από τους οποίους υπηρέτησαν πιστά την Απριλιανή Χούντα. Όταν χρόνια αργότερα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συναντήθηκε μ’ έναν από τους αμνηστευθέντες αξιωματικούς, τον συμπατριώτη του από τις Σέρρες Γεώργιο Μαδεμλή, του είπε ότι γνώριζε ότι «είναι αθώοι».