Στην ΥΠΑ και στο υπουργείο Υποδομών παραπέμπει ο υπουργός Εθνικής Αμυνας για… αυθαίρετες εγκαταστάσεις στο στρατιωτικό αεροδρόμιο Μεγάρων.
Το θέμα έφερε με ερώτησή του στο Κοινοβούλιο ο Μ. Βορίδης. Σύμφωνα με όσα αναφέρει, ο χώρος του στρατιωτικού αεροδρομίου στην Πάχη Μεγάρων απαλλοτριώθηκε για τις ανάγκες της εθνικής άμυνας, ενώ το 2003 αποφασίστηκε η παραχώρηση τμήματος του στην ΥΠΑ, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων, για τις ανάγκες της γενικής αεροπορίας. Στη συνέχεια, αποφασίστηκε η κοινή χρήση του αεροδρομίου από την ΥΠΑ και το ΓΕΣ, στο βορειοδυτικό τμήμα και σε έκταση 100 στρεμμάτων. Οι εγκαταστάσεις, που αφορούν αποκλειστικά τις ανάγκες τις Πολεμικής Αεροπορίας, καλύπτονται από την αδειοδότηση του ΓΕΣ/ΔΥΠΟ, που εκτελεί χρέη πολεοδομικής αρχής.
Στη συνέχεια, όμως, η ΥΠΑ ενέκρινε την εγκατάσταση στον χώρο του αεροδρομίου, ιδιωτικών εταιρειών συντήρησης και τεχνικής υποστήριξης αεροσκαφών, σε μόνιμες και προσωρινές κτηριακές εγκαταστάσεις. Και ο βουλευτής έθεσε τα ερωτήματα:
1. Δεδομένου ότι η απαλλοτριωθείσα έκταση είναι εκτός σχεδίου πόλεως, από ποια πολεοδομική αρχή εγκρίθηκε η εγκατάσταση κτιριακών εγκαταστάσεων όσον αφορά τις ιδιωτικές εταιρείες, που εκμεταλλεύονται το χώρο, οι οποίες σε αντίθεση με τις στρατιωτικές, δεν καλύπτονται από την άδεια του ΓΕΣ; Αν δεν υφίσταται σχετική άδεια είναι νόμιμη η εγκατάσταση τους και γιατί;
2. Πώς διασφαλίζεται αντιστοίχως, η κατασκευαστική αρτιότητα των εγκαταστάσεων καθώς και η πυρασφάλειά τους, που σε άλλες περιπτώσεις πιστοποιείται από την πολεοδομική αρχή; Έχουν καταβληθεί από τις εταιρείες οι σχετικές εισφορές και αν ναι, σε ποια αρχή;
3. Πληρώνουν οι ιδιωτικές εταιρείες οποιαδήποτε εισφορά ή άλλο τέλος στην Πολιτεία για την εγκατάστασή τους στο αεροδρόμιο, τον ελλιμενισμό αεροσκαφών κλπ, και αν όχι, γιατί;
Τι απάντησε ο υπουργός;
Τον Ιούνιο του 2005, με υπουργική απόφαση, εγκρίθηκε η από κοινού χρήση -ΓΕΣ και ΥΠΑ- έκτασης 100 στρεμμάτων του στρατοπέδου «Δελαπόρτα», όπου βρίσκεται το αεροδρόμιο Μεγάρων, για τη στάθμευση των αεροπορικών μέσων της γενικής αεροπορίας, που ανήκουν στη δικαιοδοσία της ΥΠΑ. Για τη συνεργασία μεταξύ ΓΕΣ και ΥΠΑ, υπογράφηκε μνημόνιο, όπου περιγράφονται λεπτομερώς οι υποχρεώσεις των δύο φορέων, ώστε να είναι εφικτή η μεταφορά των δραστηριοτήτων της γενικής αεροπορίας στο αεροδρόμιο της Πάχης Μεγάρων, λόγω της και διακοπής των αεροπορικών δραστηριοτήτων του παλιού «Κρατικού Αερολιμένα Ελληνικού».
Η εγκατάσταση των κτιρίων και ηλεκτρομηχανολογικών εξοπλισμών των ιδιωτικών εταιρειών που χρησιμοποιούν την έκταση των 100 στρεμμάτων, που έχει παραχωρηθεί κατά χρήση από το ΓΕΣ στην ΥΠΑ, είναι ευθύνη της ΥΠΑ, η οποία μεριμνά για την αδειοδότηση και λειτουργία των ανωτέρω υποδομών, όπως επισημαίνει ο υπουργός. Και συμπληρώνει ότι αυτό ισχύει και για το είδος και την κατασκευαστική αρτιότητα των επίμαχων εγκαταστάσεων και της πυρασφάλειάς τους, που επίσης είναι στην ευθύνη της ΥΠΑ (παρ. 7 και 31 του μνημονίου), καθώς και η εξασφάλιση και εφαρμογή σχεδίου πυρασφαλείας. Σημειώνεται δε, ότι το σύμφωνο προβλέπει συγκεκριμένες εγκαταστάσεις προς κατασκευή, ενώ θέτει και περιορισμούς στην δόμηση (ως προς το ύψος και τη θέση των κτιρίων).
Κατά συνέπεια, καταλήγει ο υπουργός, το ΓΕΣ εγκρίνει την εκτέλεση κάθε κατασκευής και γνωμοδοτεί για τη χωροθέτηση της στην ευρύτερη έκταση των 100 στρεμμάτων, μετά από σχετική πρόταση της ΥΠΑ, χωρίς όμως να εγκρίνει την παραχώρηση χώρου σε ιδιωτικές εταιρείες ή να χορηγεί άδεια ανέγερσης κτιριακών εγκαταστάσεων από αυτές. Οσο για τα θέματα καταβολής εισφορών ή άλλων τελών στην πολιτεία για την εγκατάσταση εταιρειών στο αεροδρόμιο ή για την στάθμευση αεροσκαφών, δεν περιλαμβάνονται στο σχετικό μνημόνιο συνεργασίας «λόγω του ότι αυτό αποτελεί σύμφωνο μεταξύ δυο κρατικών υπηρεσιών. Κατά τα λοιπά αρμόδιο να απαντήσει είναι το Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, στο οποίο ανήκει η ΥΠΑ».
Για την ιστορία, Η Πολεμική Αεροπορία απαλλοτρίωσε το 1951 έκταση 720 στρεμμάτων στην περιοχή της Πάχης Μεγάρων προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για αποθήκες πυρομαχικών. Η έκταση επιστράφηκε με κυβερνητική απόφαση το 1972 στο Δημόσιο για τη δημιουργία διυλιστηρίου, το οποίο τελικά δεν κατασκευάστηκε. Στη συνέχεια, παραχωρήθηκε στο Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων και κατέληξε στον στρατό ξηράς τον Δεκέμβριο του 1975.