Το άρθρο των New York Times είναι πολύ διαφωτιστικό και κυρίως διδακτικό για όσους πιστεύουν στην Αθήνα,ότι ο ελληνοϊσραηλινός άξονας που μόλις δημιουργείται,λύνει αυτομάτως όλα μας τα προβλήματα. Με απλά λόγια η λογική ότι μπορούμε να «κρυφτούμε» πίσω από το Ισραήλ ή από οποιοδήποτε άλλο σύμμαχο,δεν οδηγεί πουθενά. Ο καθένας στη διπλωματία πρώτα απ΄ όλα εξασφαλίζει τα συμφέροντά του. Αυτό κανείς μας δεν πρέπει να το ξεχνά. Το ρεπορτάζ αποκαλύπτει ότι πολλές φορές αυτούς τους 12 μήνες Ισραήλ και Τουρκία,πλησίασαν τη συμφωνία. Αν αυτή είχε επιτευχθεί τα δεδομένα θα ήταν σαφώς διαφορετικά στη περιοχή. Διαβάστε το ρεπορτάζ:
«Τουλάχιστον ένας από αυτούς που σκοτώθηκαν, ο Φουρκάν Ντογάν, πυροβολήθηκε από κοντά. Ο Ντογάν τραυματίστηκε στο πρόσωπο, στο πίσω μέρος του κρανίου, στην πλάτη και στο αριστερό πόδι. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως βρισκόταν ήδη στο έδαφος όταν δέχθηκε τη μοιραία βολή». Αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, η έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για την περυσινή επίθεση του Ισραήλ εναντίον του τουρκικού πλοίου Μαβί Μαρμαρά. Η τετραμελής επιτροπή, με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας Σερ Τζέφρι Πάλμερ, μοιάζει με τα παραπάνω λόγια να υπονοεί μια εκτέλεση ή κάτι παρόμοιο.
Ο Ντογάν γεννήθηκε πριν από 19 χρόνια στη Νέα Υόρκη και ήθελε να γίνει γιατρός. Δεν τον ενδιέφερε η πολιτική, αλλά κέρδισε σ’ ένα διαγωνισμό το ταξίδι με το συγκεκριμένο πλοίο. Σύμφωνα με την έκθεση, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι ο ίδιος ή οι άλλοι οκτώ που σκοτώθηκαν έφεραν φονικά όπλα.
Ανώτατοι τούρκοι αξιωματούχοι είπαν στον Ρότζερ Κόεν των Νιου Γιορκ Τάιμς ότι ο Ερντογάν συζήτησε την περίπτωση του Ντογάν με τον πρόεδρο Ομπάμα. Κανείς αμερικανός πρόεδρος όμως, και ασφαλώς κανείς πρόεδρος που υπηρετεί την πρώτη του θητεία, δεν θα έλεγε αυτό που είπε ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον: «Η ισραηλινή επίθεση στο στολίσκο της Γάζας ήταν απολύτως απαράδεκτη». Ακόμη κι όταν χάνεται η ζωή ενός αμερικανού πολίτη, μια τέτοια δήλωση είναι αδιανόητη.
Η έκθεση Πάλμερ συνάντησε αντιδράσεις τόσο από την τουρκική όσο και από την ισραηλινή πλευρά. Ο αμερικανός αρθρογράφος, όμως, ερμηνεύει το συμπέρασμά της ως εξής: «Το Ισραήλ είχε δικαίωμα να αντιδράσει, αλλά η αντίδρασή του ήταν υπερβολική και βλακώδης».
Η έκθεση χαρακτηρίζει τον ναυτικό αποκλεισμό της Γάζας νόμιμο και θεμιτό, με δεδομένη τη συστηματική εκτόξευση χιλιάδων πυραύλων από τη Χαμάς προς το Ισραήλ. Τονίζει ότι η προσπάθεια του στολίσκου να σπάσει τον αποκλεισμό ήταν απερίσκεπτη και ότι οι ισραηλινοί καταδρομείς συνάντησαν οργανωμένη και βίαιη αντίσταση. Σημειώνει όμως ακόμη ότι η επιδρομή –72 ναυτικά μίλια από τη στεριά– ήταν μια υπερβολικά βίαιη αντίδραση. Ο στολίσκος δεν συνιστούσε μια άμεση στρατιωτική απειλή για το Ισραήλ. Θα έπρεπε να έχουν υπάρξει σαφείς προειδοποιήσεις. Επιπλέον, το Ισραήλ «δεν έδωσε ποτέ εξηγήσεις για τους εννιά θανάτους και για την έκταση της βίας που χρησιμοποιήθηκε».
Η επιτροπή πιστεύει εν κατακλείδι ότι το Ισραήλ θα έπρεπε να εκφράσει τη λύπη του για το γεγονός και να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων.
Αλλά το Ισραήλ δεν προχώρησε σ’ αυτή την κίνηση. Οι δύο χώρες μιλούν εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο. Ο Φεριντούν Σινιρλίογλου, ανώτατος αξιωματούχος του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, έχει συναντηθεί με πολλούς ισραηλινούς συναδέλφους του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δύο πλευρές έφτασαν κοντά στη συμφωνία. Ο Εχούντ Μπαράκ και ο Νταν Μεριντόρ, υπουργοί Αμύνης και Πληροφοριών του Ισραήλ, φάνηκαν θετικοί απέναντι στο ενδεχόμενο της απολογίας. Ο υπουργός Εξωτερικών Άβιγκντορ Λίμπερμαν και η ακροδεξιά ήταν κατηγορηματικά αντίθετοι. Και τελικά επικράτησαν.
«Οι εσωτερικοί συσχετισμοί στον κυβερνητικό συνασπισμό επικράτησαν επί του στρατηγικού σχεδιασμού», επισημαίνει ο πολιτικός επιστήμονας Σλόμο Αβινέρι. «Και είναι κρίμα, γιατί με δεδομένες τις σχέσεις μας με τη νέα Αίγυπτο και την πρόθεση των Παλαιστινίων να προωθήσουν το ανεξάρτητο κράτος τους, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε στρατηγική σοφία».
Κι έτσι, το Ισραήλ χάνει έναν από τους καλύτερους φίλους του στον μουσουλμανικό κόσμο, την Τουρκία. Η ισραηλινή κοινωνία, καταλήγει ο Ρότζερ Κόεν, αξίζει ασφαλώς μια καλύτερη τύχη.
Πηγή: The New York Times