Του Υποστρατήγου ε.α. Κωνσταντίνου Λουκόπουλου
Η εκπαίδευση του προσωπικού μαζί με την συντήρηση του υλικού αποτελούν την πρωταρχική αποστολή του Στρατού στην ειρηνική περίοδο. Λέγεται ότι ο Στρατός εκπαιδεύεται όπως θα πολεμήσει και πολεμά όπως έχει εκπαιδευτεί. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα στην Ελλάδα, γίνεται αυτό ή απλά έχουμε μία μικροδιαχείριση με σημαντικές δυσχέρειες στην ειρηνική περίοδο. Στην παρούσα ανάλυση για πολλούς και ευνόητους λόγους δεν θα καταπιαστούμε με λεπτομέρειες αλλά θα επιχειρηθεί μία γενική αναφορά σε αυτές που εκτιμούμε ότι είναι οι βασικές γενεσιουργές αιτίες προβλημάτων που τα τελευταία χρόνια έχουν οξυνθεί πάρα πολύ.
Ο ουδέτερος παρατηρητής με μία στοιχειώδη γνώση και ενδιαφέρον για τα στρατιωτικά θέματα βλέποντας τα βίντεο που συχνά αναρτώνται στο διαδίκτυο και δείχνουν στρατιωτικές δραστηριότητες θα πρέπει να είναι ικανοποιημένος. Το θέμα όμως είναι πόσο ικανοποιημένo γενικά πρέπει να είναι το ΓΕΣ με το επίπεδο της εκπαιδεύσεως που διεξάγεται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια (και για το όποιο επίπεδο χαμηλό ή υψηλό φέρει την ευθύνη) και αν η «όποια» διεξαγόμενη εκπαίδευση, ανταποκρίνεται όντως στο σύγχρονο και γεμάτο νέες προκλήσεις πεδίο της μάχης. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν πραγματικά όλοι ενστερνίζονται στην πράξη ότι η εκπαίδευση με την συντήρηση του υλικού είναι οι κύριες αποστολές του Στρατού στην ειρηνική περίοδο. Και αν η εκπαίδευση τοποθετείται σε υψίστη σπουδαιότητα γιατί μέχρι τώρα δεν έχει συγκροτηθεί η Διοίκηση Δόγματος και Εκπαιδεύσεως, όπως έχουν πράξει το σύνολο των Στρατών τόσο στην Ευρώπη όσο και σε άλλες χώρες, μία οντότητα που θα δώσει την δέουσα βαρύτητα και θα αναλάβει ως κεντρικός φορέας πλέον συνολικά την ευθύνη της εκπαιδεύσεως.
Με λύπη αλλά και απογοήτευση όμως βλέπουμε ότι η Ηγεσία του Στρατού παραδοσιακά, πλην εξαιρέσεων, ελάχιστα πράττει ίσως απορροφημένη από άλλες δραστηριότητες «πιο ενδιαφέρουσες και πιο ελκυστικές στους πολιτικούς προϊσταμένους» της. Πως αλλιώς να εξηγήσει ακόμα και ένας καλοπροαίρετος ότι μία ολόκληρη Ταξιαρχία έπαψε να εκπαιδεύεται για πάνω από 5 μήνες προκειμένου να μετασταθμεύσει στην εκλογική περιφέρεια του μέχρι πριν από λίγο , Υπουργού Εθνικής Άμυνας χωρίς την ύπαρξη σοβαρών επιχειρησιακών λόγων.
Από την άλλη πλευρά η υπάρχουν άξιοι Διοικητές Σχηματισμών που μαζί με την πλειοψηφία των Διοικητών Μονάδων και το σύνολο των υφισταμένων τους υπερβάλλουν εαυτούς για να επιτύχουν μια αποτελεσματική και ρεαλιστική εκπαίδευση που θα τους κάνει ικανούς να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους αλλά δυστυχώς χωρίς κατεύθυνση και μία εκ βάθρων αλλαγή στην φιλοσοφία και στην πολιτική εκπαιδεύσεως τα αποτελέσματα της προσπάθειας συνεχίζουν να είναι χαμηλότερα από τα αναμενόμενα.
Το αρχικό μας ερώτημα είναι, ποιες οι κατευθύνσεις και οι αρχές που διέπουν την εκπαίδευση? Με απλούστερα λόγια δηλαδή, ποια είναι η πολιτική που ακολουθείται στα της εκπαιδεύσεως του Στρατού μας;
Αφομοιώνει και σε ποιόν βαθμό το σύνολο των στελεχών τις νέες εκπαιδευτικές μεθόδους για να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες;
Η σημαντική προσπάθεια που κατεβλήθη πριν 4 περίπου χρόνια με την εκδοθείσα Πολιτική επί της Εκπαιδεύσεως για να καλυφθούν όλοι οι τομείς έχει κάποια συνέχεια;
Ένα αληθινά θεσμικό και βασικό κείμενο χωρίς δογματισμούς η εφαρμογή του οποίου θα μας έβαζε σε μία άλλη διαδικασία σχεδίασης, οργάνωσης και εκτέλεσης της εκπαιδεύσεως. Η Διεύθυνση Εκπαιδεύσεως σήμερα ως αρμόδιος επιτελικός φορέας μπορεί να βελτιώσει αυτό το θεσμικό κείμενο που στην πράξη έχει καταργηθεί! Υπάρχουν έμπειροι Αξιωματικοί «που έχουν φάει τις Μονάδες εκστρατείας με το κουτάλι» αλλά και με εμπειρίες από το εξωτερικό για προσαρμόσουν τις σύγχρονες απαιτήσεις ;
Σε πραγματικά, και όχι κατ’ επίφαση, προηγμένους Στρατούς η βάση πάνω στην οποία οικοδομείται μία αποτελεσματική εκπαίδευση είναι οι Υπαξιωματικοί και οι Αξιωματικοί που είναι εκπαιδευτές. Πως εκπαιδεύω αλλά και καθοδηγώ τους εκπαιδευτές μου; Να τολμήσουμε να ρωτήσουμε αν η αρχή «Εκπαιδεύω τους Εκπαιδευτές» (το γνωστό train the trainers) βρίσκεται σήμερα σε υψηλή προτεραιότητα για το ΓΕΣ;
Σημαντικό κομμάτι αποτελεί ο κύκλος, εκπαιδεύω εκπαιδευτές, κάνω εκπαίδευση με συγκεκριμένους στόχους, μετρώ την αποτελεσματικότητα της εκπαιδεύσεως, διορθώνω, συνεχίζω. Το κρίσιμο σημείο είναι η αξιολόγηση της εκπαιδεύσεως. Εμείς τι κάνουμε? Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι μέχρι και πριν λίγους μήνες δεν είχε εκδοθεί κάποια σχετική διαταγή που θα παρείχε σχετικές κατευθύνσεις και μέσα από αυτό το πλαίσιο να δημιουργήσουμε σωστούς εκπαιδευτές με επάρκεια και αυτενέργεια. Από την άλλη πλευρά θα ήμασταν άδικοι αν δεν αναφέραμε ότι υπήρξαν Διοικητές Σχηματισμών με ευρεία γνώση, σύγχρονες αντιλήψεις και πλούσια εμπειρία λόγω των προτέρων θέσεων τους που τους επέτρεψαν να οραματιστούν σε ρεαλιστική βάση μια σωστή εκπαίδευση και να «δομήσουν και επενδύσουν σωστά» στο κρίσιμο και σημαντικό αυτό πεδίο. Για καθαρά «ιστορικούς λόγους» αναφέρουμε ότι τόσο στις περσινές όσο και στις φετινές κρίσεις οι προαναφερθέντες Ανώτατοι Αξιωματικοί έτυχε και δεν κρίθηκαν επαρκείς για να είναι μέλη του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου (ΑΣΣ) και αποστρατεύθηκαν !!!
Σοβαρός επίσης παράγων που επηρεάζει την οργάνωση και την διεξαγωγή της εκπαιδεύσεως είναι η πολύ χαμηλή επάνδρωση του συνόλου των μονάδων του Στρατού Ξηράς. Εδώ κρίνεται σκόπιμο να επαναλάβουμε ότι η από το 2001 λαϊκίστικη και εκλογοθηρική μείωση της στρατιωτικής θητείας που έγινε και από τα δύο πολιτικά κόμματα εξουσίας χωρίς καμία απολύτως μελέτη και κάποιο προγραμματισμό σε συνδυασμό με μία μάλλον παρωχημένη , αναποτελεσματική και τελείως αντιοικονομική δομή δυνάμεων και διοικήσεως είναι οι βασικές αιτίες της σημερινής συνεχιζόμενης κατάστασης. Δεν θα παραλείψουμε βέβαια να αναφέρουμε ότι φέρουν ευθύνη και οι στρατιωτικές Ηγεσίες από την στιγμή που συναινούν χωρίς να θέτουν προ των ευθυνών τους πολιτικούς τους προϊσταμένους. Έχοντας χαμηλή επάνδρωση οι μονάδες του Στρατού μας δεν είναι σε θέση να οργανώσουν και να πραγματοποιήσουν εκπαίδευση κατά οργανικά τμήματα που είναι και ο ακρογωνιαίος λίθος της επιχειρησιακής εκπαίδευσης. Αυτό και μόνο το γεγονός με μία πληθώρα άλλων υποχρεώσεων όπως, τμήματα αποδόσεως τιμών, λειτουργικές υποχρεώσεις, σε συνδυασμό με τις ανάγκες ασφαλείας αναγκάζει τις Διοικήσεις τις περισσότερες φορές να δημιουργούν ανομοιογενείς κλάσεις εκπαιδεύσεως .
Η σχεδόν παντελής ανυπαρξία καταλλήλων και ρεαλιστικών πεδίων ασκήσεων σε όλη την επικράτεια είναι επίσης μια σοβαρή αιτία για την σε καθοδική πορεία ποιότητα εκπαιδεύσεως. Σε αυτό συνέβαλε πολύ και η αρνητική στάση των τοπικών κοινωνιών κάποιες φορές δικαιολογημένη και κάποιες χαρακτηριζόμενη από υπερευαισθησία και έλλειψη συνεργασίας με τις κατά τόπους στρατιωτικές Διοικήσεις. Οι Μονάδες ασκούνται κατά κανόνα σε ένα μη ρεαλιστικό περιβάλλον που από τους πολλούς συμβατισμούς δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις και εμπειρίες και αυτό μπορεί να αποβεί καταστροφικό σε πραγματικές καταστάσεις. Δεν αρκούν μερικά καπνογόνα και άλλα πυροτεχνικά μέσα για να πετύχουμε ρεαλισμό. Κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε και σε μία άρρωστη νοοτροπία σύμφωνα με την οποία τα πάντα αποσκοπούν σε μία επίδειξη, ένα show θα λέγαμε προς τους προϊσταμένους και αυτό είναι ένα πρόσθετο αρνητικό στοιχείο. Με αυτές τις συνθήκες θα ήταν «πολυτέλεια» και η πραγματοποίηση ασκήσεων διπλής ενεργείας.
Σε ότι αφορά στα πεδία βολής (ΠΒ) θα είμαστε ακόμα πιο αιχμηροί χαρακτηρίζοντας αυτά ανεπαρκή για μία σύγχρονη εκπαίδευση στην βολή, από βολές φορητών όπλων μέχρι και βολές μάχης αρμάτων. Τα περισσότερα είναι ιδανικά για εκτέλεση βολών στην δεκαετία του 60. Μέσα σε χαράδρες, σε λασπότοπους , σε λόφους , εκτεθειμένοι οι σκοπευτές αλλά και οι λοιποί στις αντίξοες καιρικές συνθήκες και όλα χωρίς να παρέχουν ασφάλεια.
Αναγκαστικά πολλά από αυτά είναι μακριά από τα στρατόπεδα, (χάσιμο χρόνου, καύσιμα κλπ) ενώ ένα ΠΒ χρησιμοποιείται από 10 -15 Μονάδες και αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι διαθέσιμες ημέρες ανά μονάδα για την χρησιμοποίηση τους δεν επαρκούν για μία ολοκληρωμένη εκπαίδευση στην εκτέλεση βολών. Οι μηδενικές υποδομές όπως στόχοι κατά το δοκούν, κρύπτες ανύπαρκτες, στόχοι που να προσομοιάζουν με αυτούς στο σύγχρονο πεδίο της μάχης, ανυπαρξία αποθηκών υλικών και υποτυπώδεις επικοινωνίες μαζί με τα « φυσικά» λαμαρινένια παραπήγματα για εκπαίδευση κάθε άλλο παρά συντελούν σε μία ρεαλιστική και οικονομική εκτέλεση βολών . Ίσως προκαλέσει σε κάποιους θυμηδία το γεγονός ότι κάποια από τα χρησιμοποιούμενα εγχειρίδια βολών φορητών όπλων είναι απλά αναθεωρήσεις αυτών που εκδόθηκαν στην δεκαετία του 60. Σε αντίθεση με τα παραπάνω για τις βολές αρμάτων έχουν εκδοθεί σύγχρονα εγχειρίδια…..αλλά τι να το κάνεις…τα πεδία βολής αρμάτων είναι απαρχαιωμένα και μόνο δύο μπορούν να χρησιμοποιηθούν καθ’ ολοκληρία σε όλη την Ελλάδα με ότι σημαίνει αυτό.
Ένα άλλο θέμα που θα πρέπει να τεθεί είναι οι εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις, τα εκπαιδευτικά μέσα και η χρήση συστημάτων εξομοιωτών. Γνωρίζουμε ότι όλα αυτά συναρτώνται και με τον λειτουργικό προϋπολογισμό του ΓΕΣ και γενικά με την ύπαρξη αντιστοίχων πιστώσεων. Η επάρκεια τους παίζει σημαντικό ρόλο στην επιτυχή διεξαγωγή της εκπαιδεύσεως. Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε περισσότερο στην εξομοίωση. Όλοι οι σύγχρονοι στρατοί με μακροχρόνιο προγραμματισμό έχουν εισάγει από απλά μέχρι ολοκληρωμένα συστήματα εξομοιωτών με τα οποία εκπαιδεύουν κατά βάση το προσωπικό τους. Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποσβένουν το όποιο κόστος απόκτησης με οικονομία πυρομαχικών και καυσίμων καθώς επίσης με την μείωση των αναγκών συντηρήσεως του κυρίου υλικού το οποίο εξομοιώνεται. Εκτός όμως από την οικονομική παράμετρο, που ιδιαίτερα στις παρούσες συνθήκες είναι κάτι παραπάνω από σημαντική, είναι αυταπόδεικτο ότι με την εξομοίωση έχουμε σημαντική βελτίωση της ποιότητας της εκπαιδεύσεως ενώ επιτυγχάνεται και σε πολύ μεγάλο βαθμό αντικειμενική αξιολόγηση των εκπαιδευομένων τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο (πλήρωμα-στοιχείο, τμήματα, μονάδες κλπ). Αν το επέτρεπαν τα πεδία ασκήσεων με ολοκληρωμένα συστήματα εξομοιωτών θα μπορούσαν να διεξάγονται ασκήσεις διπλής ενεργείας μικρών αλλά και μεγαλύτερων κλιμακίων με ταυτόχρονη αξιολόγηση τους. Μοναδική και «φωτεινή» εξαίρεση αποτελεί το όπλο των Τεθωρακισμένων όπου εδώ και χρόνια χρησιμοποιούνται εξομοιωτές τόσο σε επίπεδο αρχικής εκπαιδεύσεως ειδικότητας όσο και σε επίπεδο επιχειρησιακής. Σημαντική εξέλιξη με πάρα πολλά θετικά αποτελέσματα είναι η δημιουργία και η λειτουργία του Κέντρου Εξομοιωτών στην Αλεξανδρούπολη.
Οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στην διεξαγωγή της εκπαιδεύσεως που όμως κρίναμε σκόπιμο να μην αναφερθούν είτε για λόγους συντομίας και χώρου είτε για άλλους ευνόητους λόγους που οι ιθύνοντες στο ΓΕΣ είναι βέβαιο ότι γνωρίζουν.
Το ζητούμενο πλέον είναι να μπορέσουν οι αρμόδιοι φορείς και η Ηγεσία του ΓΕΣ να σκύψουν πάνω στο πρόβλημα, να οραματιστούν την νέα εποχή προσδιορίζοντας τις νέες ανάγκες που προκύπτουν από την διαμόρφωση ενός συγχρόνου πεδίου μάχης (χωρίς ορυζώνες και υδροβιότοπους), να λάβουν υπόψη τι συμβαίνει σε άλλους στρατούς και τις λοιπές διεθνείς τάσεις και οπωσδήποτε να προχωρήσουν σε τολμηρά βήματα για να επιβεβαιωθεί τελικά «το εκπαιδευόμαστε όπως θα πολεμήσουμε και πολεμάμε όπως εκπαιδευόμαστε» αλλά με θετική χροιά.
Θα τολμούσαμε να προτείνουμε μετά από τις προαναφερθείσες διαπιστώσεις μία σειρά μέτρων που καλό είναι να ληφθούν υπόψη από τις αρμόδιες επιτελικές Διευθύνσεις του ΓΕΣ αρχίζοντας από την συγκρότηση επιτέλους της Διοικήσεως Δόγματος και Εκπαιδεύσεως ως κεντρικός φορέας που θα αναλάβει την συνολική ευθύνη σε αυτό το πολύ κρίσιμο παράγοντα μαχητικής ισχύος.
Η πλήρης επάνδρωση Μονάδων, απόρροια νέας δομής στο πλαίσιο σοβαρής αμυντικής πολιτικής που δυστυχώς δεν υφίσταται, ώστε να αποκατασταθούν οργανικοί δεσμοί είναι μία άλλη πρωτοβουλία που θα πρέπει τάχιστα να αναληφθεί.
Η δημιουργία νέων συγχρόνων ΠΑ-ΠΒ όσο και αυτά να κοστίσουν, ενώ μακροπρόθεσμα θα υπάρχει σημαντικό όφελος. Οπωσδήποτε θα πρέπει να συνδυασθεί με σύνταξη νέων εγχειριδίων που θα ανταποκρίνονται στις διαμορφούμενες συνθήκες και απαιτήσεις στο σύγχρονο πεδίο μάχης.
Ο επανακαθορισμός πολιτικής εκπαιδεύσεως με βάση αυτή του 2008 θα καθορίσει το γενικό πλαίσιο εκπαιδεύσεως από τον Ανθυπολοχαγό μέχρι και τον οπλίτη θητείας.
Επειδή δεν είναι δυνατόν να πατήσουμε ένα κουμπί και να αποκτήσουμε συστήματα εξομοιωτών τώρα θα απαιτηθεί προγραμματισμός για μία ευρεία προμήθεια και εισαγωγή εξομοιωτών με όλα τα πλεονεκτήματα που ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω.
Τέλος η αξιολόγηση της εκπαιδεύσεως σε ρεαλιστική βάση, αφού δημιουργηθούν τα κατάλληλα Πεδία Ασκήσεων θα δίνει μία αληθινή εικόνα της καταστάσεως σε πραγματικό χρόνο και θα καταστήσει ικανούς αυτούς που έχουν την ευθύνη να προβαίνουν άμεσα σε διορθωτικές ενέργειες.