Οι έξι πιο πλούσιες αραβικές χώρες εξέφρασαν την υποστήριξή τους σε μια ζώνη απαγόρευσης των πτήσεων στη Λιβύη, αλλά ο ρόλος τους σε μια τέτοια επιχείρηση παραμένει αβέβαιος, παρά το μέγεθος των στρατιωτικών προϋπολογισμών τους.
Το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (CCG) ενέκρινε αυτή την εβδομάδα την ιδέα αυτής της ζώνης, καθώς ο ηγέτης Μουάμαρ Καντάφι αντιμετωπίζει εδώ και τρεις εβδομάδες μια χωρίς προηγούμενο ένοπλη εξέγερση.
Σήμερα ο σαουδάραβας υπουργός Εξωτερικών Σαούντ αλ-Φάισαλ επέμεινε ωστόσο στην ανάγκη ο Αραβικός Σύνδεσμος–ο οποίος πραγματοποιεί σύνοδο το Σάββατο στο Κάιρο για το θέμα αυτό–να έχει τον τελευταίο λόγο για την απόφαση αυτή.
Η έγκυρη σαουδαραβική εφημερίδα Arab News προειδοποίησε επίσης τον Αραβικό Σύνδεσμο, ο οποίος έχει ήδη επισημάνει ότι εξετάζει το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας, να δείξει την αποφασιστικότητά του γιατί αλλιώς θα καταστεί «άχρηστος».
Για τους αναλυτές, το παλιό μίσος εναντίον του ηγέτη της Λιβύης και η φροντίδα να αποδείξουν την υποστήριξή τους στην επιθυμία για αλλαγή στην περιοχή, ενέπνευσαν τη θέση των έξι χωρών που απαρτίζουν το CCG–Σαουδική Αραβία, Μπαχρέιν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτa, Κουβέιτ, Ομάν και Κατάρ.
«Δεν υπάρχει ούτε μία ουγκιά εκτίμησης ανάμεσα στις μοναρχίες του Κόλπου και τον Καντάφι», υπογραμμίζει ο καθηγητής Σάλμαν Σέιχ, του Brookings Institute της Ντόχα.
Ο ίδιος υπενθύμισε ότι ο ηγέτης της Λιβύης, που βρίσκεται στην εξουσία εδώ και 40 χρόνια, επωφελούνταν τακτικά των αραβικών συνόδων κορυφής για να δείξει την περιφρόνησή του προς τους μονάρχες του Κόλπου.
«Και προπάντων», προσθέτει ο δημοσιογράφος κ.Τζαμίλ Μρουέ, «δεν υπάρχει ούτε ίχνος εκτίμησης ανάμεσα στον Καντάφι και τον Σαουδάραβα βασιλιά Αμπντάλα», ο οποίος στα 86 του χρόνια παραμένει ο πιο ισχυρός μονάρχης της περιοχής.
Ύβρεις αντηλλάγησαν μεταξύ των δύο ανδρών σε μια σύνοδο κορυφής στην Αίγυπτο το 2003 αφιερωμένη στο Ιράκ, και από τότε τίποτα δεν μπόρεσε να τους ξαναφέρει κοντά.
Αλλά πέρα από αυτές τις προσωπικές έχθρες, το CCG, το οποίο ελέγχει το 40% των αποθεμάτων πετρελαίου στον κόσμο, ήθελε να δείξει ότι ήταν προσεκτικό στις επιθυμίες για αλλαγές στον αραβικό κόσμο, που επίσης εκφράστηκαν στο εσωτερικό των ίδιων του των μελών.
«Ήθελαν να δείξουν ότι ήταν από την πλευρά της επανάστασης», εκτιμά ο Μρουέ. Τη στιγμή που η λιβυκή οργάνωση οργανώνεται, το «GGC βρήκε μια φωνή που αντιπροσωπεύει τη φωνή του λαού», πρόσθεσε ο Σέιχ, και «αποφάσισαν να λάβουν μια πιο αποφασιστική θέση».
Για τον Μουστάφα Αλάνι του Gulf Research Center, «οι Άραβες του Κόλπου θεωρούν ότι αυτό θα στείλει ένα ισχυρό μήνυμα προς το καθεστώς της Λιβύης, ότι η διεθνής κοινότητα υποστηρίζει την αντιπολίτευση και ότι μια αεροπορική επιχείρηση θα μπορούσε να» γείρει την πλάστιγγα υπέρ της εξέγερσης «.
Ωστόσο, οι χώρες αυτές που το 2010 παρήγγειλαν όπλα αξίας πάνω από 120 δισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τα επίσημα αμερικανικά κυβερνητικά στοιχεία, παρέμειναν σιωπηλές σχετικά με τον ενδεχόμενο ρόλο τους σε μια στρατιωτική επιχείρηση στη Λιβύη.
«Έχουν τον εξοπλισμό, έχουν την τεχνολογία. Σε τελική ανάλυση έχουν όλα τα μέσα», υπογραμμίζει ο Μρουέ, προσθέτοντας ότι η συμμετοχή αυτή θα καταδείξει ότι οι Άραβες μπορούν να λύσουν περιφερειακά προβλήματα. «Αυτό θα ενισχύσει την αξιοπιστία τους: θα μπορέσουν να πουν στους λαούς τους ότι ενήργησαν για να υποστηρίξουν την επανάσταση».
Ωστόσο, για τον κ. Αλάνι, οι Άραβες του Κόλπου δεν έχουν κανένα συμφέρον να επιδοθούν σε ένα τέτοιο εγχείρημα. «Δεν θέλουν και δεν μπορούν»,σημείωσε.
Κατά την άποψη του, οι Άραβες του Κόλπου είναι πεπεισμένοι ότι εναπόκειται στη διεθνή κοινότητα να αποτρέψει έναν εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη. Στην πρόσφατη ιστορία αυτής της ταραγμένης περιοχής, υπάρχει πάντως ένα προηγούμενο μιας αραβικής συμμετοχής σε μια διεθνή αποστολή: η συμμαχία που το 1991, εξεδίωξε τον Σαντάμ Χουσεΐν από το Κουβέιτ, είχε επτά αραβικές χώρες στα 34 έθνη που συμμετείχαν. «Στη Λιβύη, θα ήταν κάτι καλό, αλλά οι πιθανότητες είναι ελάχιστες», εκτιμά ο Σέιχ.