Στα τέλη Μαϊου του 2009, ο ισραηλινός υπουργός Αμύνης Εχούντ Μπαράκ εκμεταλλεύτηκε την επίσκεψη μιας αντιπροσωπείας του Κονγκρέσου για να στείλει ένα μήνυμα στον νέο αμερικανό πρόεδρο.
Σε ένα απόρρητό έγγραφό του προς την Ουάσινγκτον, ο αμερικανός πρεσβευτής στο Ισραήλ Τζέιμς Κάνινγκχαμ ανέφερε ότι, σύμφωνα με τον Μπαράκ, ο κόσμος είχε διορία 6 ως 18 μηνών για να εμποδίσει το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Μετά το διάστημα αυτό, έλεγε ο Μπαράκ, «οποιαδήποτε στρατιωτική λύση θα είχε απαράδεκτες παράπλευρες απώλειες». Η έμμεση απειλή του ισραηλινού υπουργού Αμύνης ότι η χώρα του μπορεί να επετίθετο εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν δεν προκαλεί έκπληξη. Εξι μήνες αργότερα, όμως, ήρθε η σειρά ενός άραβα ηγέτη, του βασιλιά του Μπαχρέιν, να πει στους Αμερικανούς ότι το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα «πρέπει να σταματήσει» και να τους προσφέρει βάση για τον Πέμπτο Στόλο.
Την έκκλησή του συμμερίζονταν και άλλοι άραβες σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με ένα άλλο τηλεγράφημα, ο βασιλιάς Αμπντάλα της Σαουδικής Αραβίας καλούσε την Ουάσινγκτον «να κόψει το κεφάλι του φιδιού» όσο είναι καιρός. Τα έγγραφα που αποκαλύφθηκαν από την Wikileaks αποκαλύπτουν για πρώτη φορά την πεποίθηση της Ουάσινγκτον ότι το Ιράν έχει αποκτήσει εξελιγμένους πυραύλους από τη Βόρεια Κορέα με τους οποίους μπορεί να πλήξει πρωτεύουσες της δυτικής Ευρώπης και τη Μόσχα.
Τα έγγραφα που αποκαλύφθηκαν δείχνουν τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο πρόεδρος Μπους για να πείσει τους συμμάχους του να δεχθούν την επιβολή έστω και μετριοπαθών κυρώσεων στο Ιράν, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ο πρόεδρος Ομπάμα προσπάθησε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του να συνδυάσει την αύξηση της πίεσης προς τους Ιρανούς με τη «στράτευσή» του για ειρήνη.
Οι πληροφορίες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών για το πυραυλικό πρόγραμμα του Ιράν ανάγκαζαν την Ουάσινγκτον να κινηθεί γρήγορα. Καθώς αξιολογούσε τη σημασία των πληροφοριών που λάμβανε, η αμερικανική κυβέρνηση προσπαθούσε να αποσπάσει την υποστήριξη της Ρωσίας προς τις κυρώσεις. Την ίδια ώρα, εγκατέλειπε τα σχέδια του Μπους για την εγκατάσταση μιας βάσης αντιπυραυλικής άμυνας στην Πολωνία – που η Μόσχα θεωρούσε ότι στρεφόταν εναντίον της – και τα αντικαθιστούσε με εγκαταστάσεις πιο κοντά στο Ιράν. Απ΄ό,τι φαίνεται, η κίνηση αυτή έφερε αποτελέσματα.
Τα έγγραφα αποκαλύπτουν ακόμη ένα αμερικανικής έμπνευσης σχέδιο να προσφέρουν οι Σαουδάραβες στους Κινέζους μια σταθερή παροχή πετρελαίου, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση των τελευταίων από το Ιράν. Δείχνουν επίσης πώς η άνοδος του Ιράν ένωσε το Ισραήλ και πολλούς παραδοσιακούς άραβες αντιπάλους του, όπως τους Σαουδάραβες. Δημοσίως, τα αραβικά κράτη απέφευγαν τις δηλώσεις για να μην εξοργίσουν την κοινή τους γνώμη και προκαλέσουν αντίποινα από τον ισχυρό γείτονά τους. Ιδιωτικά, ζητούσαν αποφασιστική δράση – αρκεί να την αναλάμβανε κάποιος άλλος.
Τα ίδια κράτη δεν ήξεραν επίσης ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστεί το Ιράν: η διπλωματία, η υπόγεια δράση ή η ισχύς. Σε ένα χαρακτηριστικό του τηλεγράφημα, ένας ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος του Ομάν δεν ξέρει τι είναι χειρότερο: «μια επιδρομή εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν με τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει ή η απραξία και η συμβίωση με ένα πυρηνικό Ιράν». Πίσω από τα έγγραφα αυτά, πάντως, υπάρχει η πεποίθηση πολλών ηγετών ότι αν δεν πέσει η σημερινή ιρανική κυβέρνηση, η χώρα αυτή θα αποκτήσει αργά ή γρήγορα τη βόμβα. Και η κυβέρνηση Ομπάμα μοιάζει να αμφιβάλλει για το κατά πόσον η ανάληψη στρατιωτικής δράσης θα μπορούσε να μεταβάλει αυτό το δεδομένο.
Ένα από τα πιο πρόσφατα έγγραφα, με ημερομηνία 12 Φεβρουαρίου του 2010, περιγράφει ένα γεύμα που είχαν στο Παρίσι ο τότε υπουργός Αμύνης της Γαλλίας Ερβέ Μορέν με τον αμερικανό ομόλογό του Ρόμπερτ Γκέιτς. Ο πρώτος ρωτά τον δεύτερο αν το Ισραήλ θα μπορούσε να πλήξει το Ιράν χωρίς αμερικανική υποστήριξη. Ο Γκέιτς απαντά ότι δεν ξέρει αν μια τέτοια επίθεση θα είχε επιτυχία, αλλά ότι ναι, το Ισραήλ θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει. Όπως προσθέτει όμως, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν παρά να καθυστερήσουν τα ιρανικά σχέδια κατά ένα με τρία χρόνια, ενώ ο ιρανικός λαός θα ενωνόταν εναντίον του επιδρομέα. Παρά το αμερικανικό εμπάργκο και μια σειρά κυρώσεων των Ηνωμένων Εθνών, η κυβέρνηση Μπους δεν μπόρεσε ποτέ να συγκροτήσει την παγκόσμια συμμαχία η οποία θα επέβαλλε πραγματικά οδυνηρά μέτρα εναντίον της Τεχεράνης. Ενώ η Γαλλία και η Βρετανία στήριζαν την Ουάσινγκτον, χώρες όπως η Γερμανία, η Ρωσία και η Κίνα εμφανίζονταν απρόθυμες να περιορίσουν τις εμπορικές τους σχέσεις με το Ιράν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να πείσουν τις ξένες τράπεζες ότι ήταν προς το συμφέρον τους να σταματήσουν τις συναλλαγές με το Ιράν. Τα έγγραφα δείχνουν ότι ορισμένες στιγμές τα κατάφερναν. Ταυτοχρόνως όμως καθιστούν σαφές ότι το να παρεμποδιστεί το Ιράν να αποκτήσει την τεχνολογία που χρειαζόταν ήταν κάτι εξαιρετικά δύσκολο, με κατασκόπους και ειδικούς να προσπαθούν να εντοπίσουν αποστολές και κρυφούς λογαριασμούς. Ένα τηλεγράφημα της αμερικανικής πρεσβείας στη Ρώμη δείχνει πώς οι ΗΠΑ ζήτησαν από τους Ιταλούς να σταματήσουν την εξαγωγή στο Ιράν 12 ταχύπλοων, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθούν για επίθεση εναντίον αμερικανικών πολεμικών πλοίων στον Κόλπο. Η Ιταλία συναίνεσε ύστερα από πολλούς μήνες, και αφού 11 από τα 12 ταχύπλοα είχαν ήδη παραδοθεί… (Πηγή: The New York Times)