Οι ΗΠΑ, βασικός διπλωματικός και στρατιωτικός σύμμαχος του Ισραήλ, ανακοίνωσαν χθες Παρασκευή ότι ενέκριναν την πώληση πυρομαχικών, εκσκαφέων και άλλου εξοπλισμού συνολικής αξίας 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη συμμαχική τους χώρα.
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο ενέκρινε την πώληση στο Ισραήλ βομβών, κεφαλών και κιτ καθοδήγησης αξίας άνω των 2,5 δισεκ. δολαρίων και εκσκαφέων και άλλου εξοπλισμού αξίας σχεδόν 300 εκατ. δολαρίων, επεσήμανε η αρμόδια υπηρεσία DSCA.
Η πώληση αυτή «θα βελτιώσει την ικανότητα του Ισραήλ να αντιμετωπίσει τις τρέχουσες και τις μελλοντικές απειλές, θα ενισχύσει την άμυνα στο έδαφός του και θα χρησιμεύσει ως αποτρεπτικό μέσο».
Σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τρεις ξεχωριστές πωλήσεις στάλθηκαν στο Κογκρέσο για έγκριση.
Η πρώτη είναι για 2,04 δισεκατομμύρια δολάρια για 35.529 βόμβες MK-84 ή BLU-117 και 4.000 κεφαλές I-2000 Penetrator. Οι παραδόσεις αναμένονται τον επόμενο χρόνο.
Η δεύτερη είναι για 675,7 εκατομμύρια δολάρια για 201 βόμβες MK-83, 4.799 βόμβες BLU-110A/B και 5.000 κιτ καθοδήγησης JDAM. Οι παραδόσεις αναμένονται το 2028.
Διαβάστε επίσης: Ισραήλ: Οι αμερικανικές βόμβες MK-84 διανεμήθηκαν σε βάσεις της Πολεμικής Αεροπορίας
Η τρίτη πώληση, που υπολογίζεται στα 295 εκατομμύρια δολάρια, περιλαμβάνει μπουλντόζες D9 Caterpillar και σχετικό εξοπλισμό. Οι παραδόσεις τους αναμένεται να ξεκινήσουν το 2027.
Τον Νοέμβριο αναφέρθηκε ότι η πρώην κυβέρνηση των ΗΠΑ ανέστειλε την πώληση των μπουλντόζες D9 λόγω της χρήσης των μηχανημάτων για την καταστροφή κατοικιών στη Λωρίδα της Γάζας, τα οποία σύμφωνα με τον ισραηλινό στρατό χρησιμοποιούνται από τη Χαμάς.
Το Ισραήλ χρησιμοποίησε αμερικανικά όπλα στον πόλεμό του εναντίον της παλαιστινιακής οργάνωσης Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.
Στις αρχές Φεβρουαρίου η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ είχε εγκρίνει την πώληση στο Ισραήλ βομβών, πυρομαχικών και πυραύλων συνολικής αξίας 7,4 δισεκ. δολαρίων.
Ένα πρώτο φορτίο αμερικανικών βαρέων όπλων παραδόθηκε λίγες ημέρες αργότερα, είχε ανακοινώσει το ισραηλινό υπουργείο Άμυνας, κάνοντας λόγο για «σημαντικό πλεονέκτημα για τον στρατό».
Με πληροφορίες από: ΑΠΕ – ΜΠΕ / Φωτογραφία αρχείου