Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι προτρέπει τον Τζο Μπάιντεν να επιτρέψει στην Ουκρανία να πραγματοποιήσει επιθέσεις με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς στο εσωτερικό της Ρωσίας και να κερδίσει «μια θέση στην ιστορία ενισχύοντας την Ουκρανία» πριν εγκαταλείψει την εξουσία, αναφέρει σήμερα (21/9/2024) ο Guardian.
Μιλώντας πριν από ένα κρίσιμο ταξίδι την επόμενη εβδομάδα στην Ουάσινγκτον, όπου θα συναντηθεί με τον Μπάιντεν και την αντιπρόεδρο των ΗΠΑ και υποψήφια για την προεδρία, Κάμαλα Χάρις, και θα απευθυνθεί στον ΟΗΕ, ο Ζελένσκι είπε ότι θα παρουσιάσει ένα «σχέδιο νίκης» για τον τερματισμό του πολέμου.
Το όραμά του για μια «δίκαιη ειρήνη» δεν έχει ακόμη δημοσιοποιηθεί. Ωστόσο, σε ενημέρωση των μέσων ενημέρωσης στο Κίεβο, ο Ζελένσκι είπε ότι αυτό το σχέδιο περιλαμβάνει πλήγματα βαθιά στο ρωσικό έδαφος με δυτικούς πυραύλους – κάτι που το Λονδίνο και η Ουάσινγκτον έχουν μέχρι στιγμής αρνηθεί.
Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δηλώσει ότι είναι πρόθυμο να επιτρέψει στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει βρετανικούς πυραύλους cruise Storm Shadow. Αλλά ο Λευκός Οίκος παραμένει επιφυλακτικός. Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Κιρ Στάρμερ, απέτυχε να επιλύσει το ζήτημα κατά την συνομιλία του την περασμένη εβδομάδα με τον Μπάιντεν στην Ουάσινγκτον.
Ο Ζελένσκι επιβεβαίωσε ότι δεν είχε δοθεί πράσινο φως, παρά τους μήνες άσκησης πίεσης σε υψηλό επίπεδο. «Ούτε οι ΗΠΑ ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο μας επέτρεψαν να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα όπλα στο έδαφος της Ρωσίας, εναντίον οποιωνδήποτε στόχων και σε οποιαδήποτε απόσταση», είπε.
«Είναι αργά για τους ATACMS…»
Οι Storm Shadows, το γαλλικό ισοδύναμο SCALP και οι αμερικανικοί ATACMS «δεν έχουν παρασχεθεί στους αριθμούς που χρειαζόμαστε», πρόσθεσε ο Ζελένσκι. Υποστήριξε ότι η απροθυμία των διεθνών εταίρων θα μπορούσε να εξηγηθεί από τον φόβο της «κλιμάκωσης» με τη Μόσχα – μια ανάλυση που το Κίεβο δεν συμμερίζεται.
Ερωτηθείς πώς θα μπορούσε να πείσει τον Μπάιντεν όταν συναντηθούν την Πέμπτη, ο Ζελένσκι ανέφερε το γεγονός ότι ο απερχόμενος πρόεδρος είχε στο παρελθόν «αλλάξει τις απόψεις του» μετά από «δύσκολες συζητήσεις». Ορισμένα μέλη του περιβάλλοντός του στις ΗΠΑ υποστήριξαν τα πλήγματα, είπε – κάτι που ήταν «ήδη ένα επίτευγμα».
Ο Ζελένσκι πρόσθεσε: «Ο Μπάιντεν μπορεί να ενισχύσει την Ουκρανία και να λάβει σημαντικές αποφάσεις για να γίνει ισχυρότερη η Ουκρανία και να προστατεύσει την ανεξαρτησία της όσο είναι πρόεδρος των ΗΠΑ. Νομίζω ότι είναι μια ιστορική αποστολή τελικά».
Εκτός από τη συνάντησή του με την Χάρις, ο Ζελένσκι είπε ότι «πιθανότατα» θα έχει συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ την Πέμπτη ή την Παρασκευή. «Οι ομάδες μας είναι σε επαφή. Το κύριο πράγμα είναι να έχουμε χρόνο [μαζί]… Νομίζω ότι θα είναι σημαντικό και για τους δυο μας», δήλωσε ο Ζελένσκι.
Ο Ζελένσκι περιέγραψε την εισβολή της Ουκρανίας στην περιφέρεια Κουρσκ της Ρωσίας την 6η Αυγούστου ως επιτυχημένη, υπονοώντας ότι θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος μελλοντικών διαπραγματεύσεων. Είπε ότι η επιχείρηση εμπόδισε τη Μόσχα να ξεκινήσει τη δική της επίθεση στη βόρεια επαρχία Σούμι της Ουκρανίας, καθώς ο «εχθρός» αναγκάστηκε να αναδιατάξει 42.000 στρατιώτες από άλλα μέρη της πρώτης γραμμής.
Ο Ουκρανός πρόεδρος εκτίμησε πως τα οι πύραυλοι ATACMS δεν αρκούν πλέον για τα πλήγματα που σχεδιάζει εντός του ρωσικού εδάφους, καθώς η Ρωσία έχει ήδη μετακινήσει αεροπλάνα σε άλλα, πιο απομακρυσμένα αεροδρόμια, έξω από το βεληνεκές των εν λόγω πυραύλων. «Δεν μπορούμε απλά να μιλάμε για ATACMS. Γιατί; Επειδή είναι πολύ αργά», δήλωσε ο Ζελένσκι, λέγοντας ότι χρειάζονται «σοβαρές αποφάσεις».
Οι πύραυλοι ATACMS έχουν βεληνεκές 300 χλμ. και μπορούν να μεταφέρουν πυρομαχικά διασποράς. Είναι πιθανό να είναι εξαιρετικά αποτελεσματικοί στην καταστροφή ρωσικών βάσεων και στρατιωτικών διαδρόμων, από όπου ξεκινούν αεροπορικές επιδρομές εναντίον ουκρανικών πόλεων, λένε ειδικοί σε θέματα άμυνας.
Οι πύραυλοι Storm Shadow αναπτύχθηκαν μαζί με τη Γαλλία και βασίζονται στα συστήματα καθοδήγησης των ΗΠΑ. Περιλαμβάνουν ιταλικά εξαρτήματα. Και οι τέσσερις χώρες πρέπει να υπογράψουν οποιαδήποτε αλλαγή στους όρους που συνδέονται με τη χρήση τους, ακόμη και αν δεν είναι οι ίδιες οι άμεσοι προμηθευτές.
Πηγή: Guardian