Οι εκλογές της 14ης Μαΐου είναι η πρώτη αναμέτρηση που ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν δεν μπαίνει στην κούρσα ως φαβορί. Από την ανάληψη των καθηκόντων του πριν από 20 και πλέον χρόνια, πρώτα ως πρωθυπουργός και στη συνέχεια ως πρόεδρος, ο Ερντογάν έχει διαμορφώσει τη χώρα όπως κανένας άλλος πολιτικός πριν από αυτόν.
Όπως αναφέρει άρθρο της ελληνικής υπηρεσίας της DW που υπογράφει ο Ελμάς Τοπτσού, με κάθε νίκη ο Ερντογάν, διεύρυνε τη δύναμή του και προσάρμοσε ολόκληρο το κράτος γύρω από αυτόν. Μετά την εισαγωγή του προεδρικού συστήματος κυβερνά τη χώρα ως de facto απολυταρχικός ηγεμών, καθιστώντας το κοινοβούλιο άνευ σημασίας, με συμμάχους τις υπερεθνικιστικές παρατάξεις MHP και BBP.
Δύο μήνες μετά τον καταστροφικό σεισμό και έναν μήνα πριν από τις εκλογές, σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η μάχη μεταξύ του κυβερνητικού στρατοπέδου και της αντιπολιτευτικής συμμαχίας είναι αμφίρροπη, ενώ ορισμένα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων αναμένουν ακόμη και ήττα του Ερντογάν. Δημοσκοπικά ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου προηγείται για το προεδρικό χρίσμα.
Αλλά ο Ερντογάν είναι εξαιρετικός στην τακτική. Δεν έχει χάσει εκλογές από το 2002, επέζησε από παρατεταμένες μαζικές διαδηλώσεις, ακόμα και από απόπειρα πραξικοπήματος και ξέρει πώς να βοηθήσει τον εαυτό του. Ο 69χρονος επέκτεινε την εκλογική του συμμαχία, εξασφαλίζοντας προσφάτως την υποστήριξη μικρών ισλαμιστικών αποσχιστικών κομμάτων, γεγονός που θα μπορούσε να γείρει την πλάστιγγα υπέρ του.
Τα δικαιώματα των γυναικών εργαλειοποιούνται
Στην εκλογική συμμαχία του Ερντογάν προσχώρησε πρόσφατα και το νέο «Νέο Κόμμα Ευημερίας», το οποίο απαιτεί από τον Πρόεδρο να καταργήσει τον νόμο 6284. Το εν λόγω αίτημα προκάλεσε αγανακτισμένες αντιδράσεις, καθώς αυτός είναι ο νόμος που διασφαλίζει την προστασία των γυναικών σε περιστατικά βίας, ένα πρόβλημα ευρέως διαδεδομένο στην Τουρκία.
Οι νόμοι που προστατεύουν τις γυναίκες αποτελούν εδώ και καιρό αγκάθι για πολλά ισλαμιστικά κόμματα και κοινότητες. Ευθύνονται για την αύξηση των ποσοστών διαζυγίων στην Τουρκία και αποτελούν έκφραση της δυτικής παρέμβασης στις μουσουλμανικές-τουρκικές οικογενειακές δομές. Εδώ και χρόνια οι ισλαμιστές έχουν επανειλημμένα υποκινήσει εκστρατείες, για παράδειγμα κατά των πληρωμών διατροφής στις γυναίκες, πιέζοντας και την κυβέρνηση να τροποποιήσει τη σχετική νομοθεσία. Πριν από δύο χρόνια, υπό την πίεσή τους, ο Ερντογάν ακύρωσε τη διεθνή Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την προστασία των γυναικών από τη βία.
Ποιοι είναι οι σύμμαχοι του Ερντογάν;
Με τη στήριξη του «Νέου Κόμματος Ευημερίας», η εκλογική συμμαχία του Ερντογάν αυξήθηκε στα τέσσερα κόμματα. Εκτός από το ισλαμοσυντηρητικό ΑΚΡ και το ισλαμιστικό Νέο Κόμμα Ευημερίας, σύμμαχοί του είναι πλέον και τα υπερεθνικιστικά MHP και BBP. Οι δύο αυτές παρατάξεις προέρχονται αμφότερες από το «κίνημα Ülkücü», γνωστότερο ως οι ακροδεξιοί «Γκρίζοι Λύκοι». Οι Γκρίζοι Λύκοι χαρακτηρίζονται από τις γερμανικές αρχές ως εξαιρετικά εθνικιστικοί, αντισημιτικοί και ρατσιστές. Εχθρεύονται Κούρδους, Εβραίους, Αρμένιους και Χριστιανούς, καθώς είναι πεπεισμένοι για την ανωτερότητα του τουρκικού έθνους. Στόχος τους είναι ένα ομοιογενές κράτος όλων των τουρκικών λαών υπό τουρκική ηγεσία – από τα Βαλκάνια μέχρι τη Δυτική Κίνα.
Το Νέο Κόμμα Ευημερίας προέρχεται από την ιδεολογία Milli Görüs, που θέλει να αντικαταστήσει τη «δυτική τάξη της αδικίας» με μια ισλαμική «δίκαιη τάξη». Επίσης, ο Ερντογάν υποστηρίζεται και από το ισλαμιστικό κόμμα HÜDA PAR, που φέρεται να βρίσκεται κοντά στην Χεζμπολάχ, η οποία βασάνισε και δολοφόνησε πολυάριθμους ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επιχειρηματίες και πολιτικούς στην Ανατολία, ιδίως τη δεκαετία του 1990.
Τέλος, μεταξύ των υποστηρικτών του Ερντογάν συγκαταλέγεται και το Μενζίλ, το μεγαλύτερο ορθόδοξο τάγμα των Σούφι της Τουρκίας. Για τον εμπειρογνώμονα της Τουρκίας Τόμας Σμίντινγκερ, η εκλογική συμμαχία του Ερντογάν είναι ένας συνδυασμός πολιτικού Ισλάμ και υπερεθνικισμού. «Το Μενζίλ έχει πάρει τη θέση του κινήματος Γκιουλέν ως ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά δίκτυα του ΑΚΡ μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016», λέει στην DW. Η τουρκική κυβέρνηση είχε κηρύξει το κίνημα Γκιουλέν ως τρομοκρατική οργάνωση το 2016, καθώς, για τον Ερντογάν, ήταν οι κύριοι ύποπτοι πίσω από το πραξικόπημα. Προηγουμένως, το κίνημα Γκιουλέν αποτελούσε πάντα σημαντικό πυλώνα του ΑΚΡ από τότε που ο Ερντογάν ανέβηκε στην εξουσία, το 2002.
Το τέλος της εποχής Ερντογάν;
Σε περίπτωση που ο Ερντογάν κερδίσει και πάλι με την εκλογική του συμμαχία στις 14 Μαΐου, ο Σμίντινγκερ δεν αναμένει πολιτικές αλλαγές προς το παρόν. Ο Ερντογάν, λέει, θα συνεχίσει να ασκεί επιθετική εξωτερική πολιτική για να αντισταθμίσει τα εσωτερικά προβλήματα. Ωστόσο, ο Σμίντινγκερ θεωρεί απίθανη μια εκλογική νίκη της κυβερνητικής εκλογικής συμμαχίας με τα σημερινά δεδομένα. Λόγω της αποτυχίας στην οικονομική πολιτική και της κακής διαχείρισης της κρίσης μετά τους σεισμούς του Φεβρουαρίου, η συμμαχία του Ερντογάν δεν έχει πλέον τη στήριξη της πλειοψηφίας. «Και οι εκλογές μπορούν να είναι νοθευτούν μόνο ως έναν βαθμό και στην Τουρκία», προσθέτει, αναφερόμενος εμμέσως στις παλαιότερες καταγγελίες για χειραγώγηση.
Θα αποχωρούσε οικειοθελώς ο Ερντογάν από την εξουσία σε περίπτωση ήττας; Ο Σμίντινγκερ έχει τις αμφιβολίες του, κυρίως επειδή το τουρκικό κράτος ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από τα τσιράκια του Ερντογάν. Επιπλέον, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, οι υποστηρικτές του έχουν στη διάθεσή τους πολλά όπλα, γεγονός που επίσης καθιστά πιο πιθανές τις ένοπλες συγκρούσεις. Μια ενδεχόμενη αλλαγή καθεστώτος, σύμφωνα με τον Σμίντινγκερ, δεν θα γινόταν με ομαλό τρόπο.
Πηγή: DW / Ελμάς Τοπτσού / Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς