Το πρόγραμμα ανάπτυξης και παραγωγής του πρώτου αμιγώς τουρκικής κατασκευής, τεθωρακισμένου άρματος μάχης τύπου Altay αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στην διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας βασικών εξαρτημάτων και λειτουργικών συστημάτων, κάτι που προβληματίζει την τουρκική αμυντική βιομηχανία.
Η κοινοπραξία BMC (Τουρκίας και Κατάρ) που έχει αναλάβει την κατασκευή των τεθωρακισμένων αρμάτων μάχης, έχει ανακοινώσει ότι σκοπεύει να παραδώσει τα πρώτα δύο Altay στην Τουρκία εντός του 2023, με το χρονοδιάγραμμα να προβλέπει ακόμα την παράδοση οκτώ τανκς ανά μήνα για την αρχική παρτίδα 100 τεθωρακισμένων αρμάτων μάχης.
Ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το πρόγραμμα ανάπτυξης ήταν η προμήθεια κινητήρα και συστήματος μετάδοσης κίνησης των τανκς, κάτι που λύθηκε έπειτα από συμφωνία που επετεύχθη τον Οκτώβριο του 2021, με δύο εταιρείες της Νότιας Κορέας, την Doosan και την S&T Dynamics που προέβλεπε την μεταφορά τεχνογνωσίας ώστε η Τουρκία να είναι χώρα – συμπαραγωγός τόσο του κινητήρα όσο και του συστήματος μετάδοσης κίνησης.
Όμως, όπως αναφέρει το Defense News επικαλούμενο πηγή με γνώση επί του αντικειμένου, η συμφωνία δεν έχει υλοποιηθεί όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί και ένα χρόνο μετά ακόμα παραμένουν σοβαρά ζητήματα και εμπόδια αναφορικά με την μεταφορά τεχνογνωσίας, που δεν έχουν αφήσει άλλη επιλογή στην Τουρκία από το να προχωρήσει στην «εξαγορά» του πακέτου εξαρτημάτων.
Το πρόγραμμα αρμάτων μάχης επόμενης γενιάς Altay, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, διαχωρίζεται σε δύο στάδια. Στην φάση «Τ1» όπου προβλέπεται η παραγωγή 250 αρμάτων μάχης και στην φάση «Τ2» που προβλέπεται η παραγωγή της αναβαθμισμένης έκδοσης του τανκ, με το πλάνο να έχει ως στόχο συνολικά την κατασκευή 1.000 αρμάτων μάχης Altay.
Όσον αφορά την επιλογή της Νότιας Κορέας ως στρατηγικό συνεργάτη, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Τουρκία, μετά το γερμανικό εμπάργκο έχει θέσει ως στόχο την «απεξάρτηση» από γερμανικά ανταλλακτικά, οπλικά συστήματα και άλλου είδους τεχνολογίες, όπως κινητήρες εν προκειμένω.
Φωτογραφία αρχείου Reuters