Η πρωθυπουργός στην Φινλανδία εκτίμησε σήμερα ότι τα αιτήματα ένταξης της χώρας της και της Σουηδίας στο NATO μπορεί να παγώσουν εάν δεν βρεθεί μια συμφωνία με την Τουρκία –η οποία μπλοκάρει επί του παρόντος τις υποψηφιότητές τους– πριν από τη σύνοδο κορυφής του Βορειοατλαντικού Συμφώνου στα τέλη του μηνός.
Η διεύρυνση του NATO πρέπει να εγκριθεί ομόφωνα και από τα 30 μέλη της συμμαχίας.
Οι δύο σκανδιναβικές χώρες έχουν εκφράσει πολλές φορές την έκπληξή τους για τις αντιρρήσεις της Τουρκίας, επισημαίνοντας ότι η Άγκυρα στήριζε τα αιτήματά τους, μέχρι τη στιγμή που τα υπέβαλαν. «Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να προχωρήσουμε μπροστά σε αυτό το στάδιο. Αν δεν λύσουμε αυτά τα προβλήματα πριν από τη Μαδρίτη, η κατάσταση μπορεί να παγώσει», είπε η Φινλανδή πρωθυπουργός Σάνα Μάριν, αναφερόμενη στην επόμενη σύνοδο του NATO που θα ξεκινήσει στην ισπανική πρωτεύουσα στις 28 Ιουνίου.
«Δεν ξέρουμε για πόσο, όμως η κατάσταση θα μπορούσε να παγώσει για κάποιο διάστημα», συνέχισε μιλώντας σε δημοσιογράφους στη Σουηδία.
Η Άγκυρα κατηγορεί τη Σουηδία και τη Φινλανδία ότι παρέχουν κάλυψη στο Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), οργάνωση που η Τουρκία και οι δυτικοί σύμμαχοί της θεωρούν «τρομοκρατική». Η Μάριν είπε ότι οι δύο χώρες παίρνουν πολύ σοβαρά τις ανησυχίες της Τουρκίας και επιθυμούν «αν υπάρχουν παρανοήσεις, να τις διορθώσουμε».
Η πρωθυπουργός υπενθύμισε ότι η Τουρκία ανέφερε προηγουμένως ότι οι σκανδιναβικές χώρες θα γίνονταν δεκτές στους κόλπους του NATO, όμως άλλαξε τόνο όταν κατατέθηκαν τα αιτήματα. «Ασφαλώς, παίρνουμε όλα τα ζητήματα πολύ σοβαρά και συζητάμε, όμως πιστεύω ότι επαφίεται στην Τουρκία να προσπαθήσει να βρει λύσεις», είπε η Σάνα Μάριν στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τους σκανδιναβούς ομολόγους της.
Την Δευτέρα, ο γενικός γραμματέας του NATO Γενς Στόλτενμπεργκ είπε επίσης ότι το πρόβλημα μπορεί να μην λυθεί εγκαίρως, μέχρι δηλαδή τη σύνοδο κορυφής της Μαδρίτης.
Οι δύο σκανδιναβικές χώρες, σπάζοντας την «παράδοση» της ουδετερότητάς τους, αποφάσισαν να ενταχθούν στο NATO, σε αντίδραση για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου.
Πηγή: AΠΕ – ΜΠΕ / Φωτογραφία αρχείου Reuters