Τους τελευταίους μήνες, ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, φαίνεται ολοένα και πιο απελπισμένος εξαιτίας της κρίσης στην οικονομία αλλά και της κρίσης στη δημοτικότητα του.
Οι συλλήψεις ατόμων που του ασκούν κριτική και πολιτικών αντιπάλων του, έχουν αυξηθεί τον τελευταίο καιρό, ενώ ταυτόχρονα απειλεί να απελάσει διπλωμάτες από χώρες που είναι σύμμαχοι του, όπως οι ΗΠΑ και κράτη-μέλη του NATO. Καθώς η δημοτικότητα του πέφτει, έχει δεσμευτεί σε μία «πειραματική» οικονομική πολιτική που αυξάνει τον πληθωρισμό και έχει οδηγήσει τη χώρα στη χειρότερη οικονομική κρίση της τελευταίας εικοσαετίας.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας στη θητεία του ως ηγέτης της Τουρκίας ο Ερντογάν φαινόταν να υποστηρίζει τη μεσαία τάξη, τους εργάτες και να αναβαθμίζει τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία στη χώρα του. Όλα αυτά όμως άλλαξαν τη δεύτερη δεκαετία, όπου οι απολυταρχικές πολιτικές του έχουνε φτάσει σε κρίσιμο επίπεδο. Ειδικότερα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, άρχισε να συλλαμβάνει άτομα, όχι μόνο ύποπτα για συμμετοχή στο πραξικόπημα, αλλά οποιονδήποτε πήγαινε ενάντια σε αυτόν και στην κυβέρνησή του.
Η Τουρκία θα πραγματοποιήσει προεδρικές εκλογές το 2023 τις οποίες ο Ερντογάν δεν είναι πιθανό να κερδίσει όπως τα προηγούμενα 15 χρόνια που το κατάφερνε με μεγάλη ευκολία. Όταν το 2017 άλλαξε το πολίτευμα της Τουρκίας από κοινοβουλευτική δημοκρατία σε προεδρικό σύστημα, έκανε ένα λάθος το οποίο δεν μπορούσε να καταλάβει εκείνη τη στιγμή. Οι νέοι κανόνες του πολιτικού συστήματος διατάζουν στις εκλογές να αναμετρούνται οι αρχηγοί των δύο κομμάτων με τα μεγαλύτερα ποσοστά.
«Η Άλωση των δύο πόλεων»
Μέχρι τώρα, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Ερντογάν είναι «σκορπισμένοι» σε ομάδες και έτσι καμία δεν καταφέρνει να συγκεντρώσει αρκετές ψήφους ώστε να τον «κοντράρουν». Οι αρχηγοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης όμως, τα τελευταία χρόνια, έχουν δηλώσει πως ο καθένας θα υποστηρίξει τον άλλον με όλη τους την πολιτικη δύναμη, σε περίπτωση τελικής αναμέτρησης με τον Ερντογάν.
Έτσι, ο Τούρκος Πρόεδρος, παρ’όλο που κατάφερε με την αλλαγή του πολιτεύματος να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο προσωπό του και να γίνει ο νέος «σουλτάνος», κατάφερε επίσης να «ενώσει» τους αντιπάλους του σε σημείο που απειλούν την θέση του στην εξουσία.
Το 2019 ο αντίπαλος του Ερντογάν, Ιμάμογλου, κέρδισε τις δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη δείχνοντας για πρώτη φορά ότι η αντιπολίτευση μπορεί να κερδίσει το κόμμα του Ερντογάν σε έναν εκλογικό αγώνα ενός εναντίον ενός. Όμως αυτή η εκλογική αναμέτρηση έδειξε επίσης τι είναι ικανός να κάνει ο Ερντογάν για να κρατήσει την εξουσία στα χέρια του. Όταν το κόμμα του έχασε τις εκλογές υποστήριξε ότι έγινε νοθεία και ζήτησε να επαναληφθεί η διαδικασία, καταρρίπτοντας έτσι τις δημοκρατικές διαδικασίες που ο ίδιος είχε βοηθήσει να αναπτυχθούν.
Στη δεύτερη διαδικασία όμως ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης πήρε ακόμα περισσότερες ψήφους κάτι που ήτανε μία «γροθιά στο στομάχι» για την κυβέρνηση Ερντογάν. Η απώλεια της δημοτικότητας του επιβεβαιώθηκε και στις δημοτικές εκλογές της Άγκυρας, όπου το αντίπαλο κόμμα κέρδισε το AKP, καταστρέφοντας έτσι την εικόνα του ως απόλυτου ηγέτη.
Εάν επικρατήσει η σημερινή κατάσταση, με την απώλεια ψηφοφόρων και την νομισματική κρίση, ο Ερντογάν οδεύει προς μια εκλογική ήττα και μια σύγκρουση με το εκλογικό σώμα που θα έχει βαθιές επιπτώσεις για το μέλλον της Τουρκίας. Υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους ο Ερντογάν πιθανώς να αντιμετωπίσει την ήττα του στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.
Τι θα κάνει ο Ερντογάν για να κρατήσει την εξουσία;
Στην πρώτη περίπτωση, αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ο Ερντογάν θα επικαλεστεί εκτεταμένη νοθεία, θα ακυρώσει την διαδικασία και θα οδηγήσει την χώρα του σε διχασμό και κρίση. Δεδομένης της προηγούμενης προθυμίας του να υπονομεύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς στην Τουρκία και την αποφασιστικότητά του να διατηρήσει την εξουσία, είναι πολύ πιθανό να δράσει με αυτόν τον τρόπο.
Σε εκείνο το σημείο, ο Ερντογάν θα αντιμετώπιζε μια συντριπτική δημόσια κατακραυγή, με εκατοντάδες χιλιάδες υποστηρικτές της αντιπολίτευσης να γεμίζουν τους δρόμους των μεγάλων πόλεων της Τουρκίας. Θα έθετε εκτός νόμου όλες τις διαδηλώσεις αμέσως, θα συλλάμβανε βασικούς διοργανωτές διαμαρτυρίας, θα έκλεινε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και πιθανότατα θα κήρυττε απαγόρευση κυκλοφορίας, ακολουθούμενη από μια πιθανή κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως αυτή που επέβαλε μετά το πραξικόπημα του 2016.
Μια δεύτερη πιθανότητα είναι ότι ο Ερντογάν και οι σύμβουλοί του θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να «φτιάξουν» την ψηφοφορία εκ των προτέρων. Αν το κάνουν, είναι πολύ πιθανό να αποτύχουν, όπως δείχνει το παράδειγμα των δημοτικών εκλογών της Κωνσταντινούπολης. Όταν ο Ερντογάν ακύρωσε την πρώτη ψηφοφορία, η αντιπολίτευση διοργάνωσε μια εκστρατεία «προστασίας της ψήφου» για τις επαναληπτικές εκλογές, προσελκύοντας περίπου 100.000 εθελοντές για να παρακολουθούν τα εκλογικά τμήματα και την διαδικασία, καταγράφοντάς την ακόμα και στα κινητά τους.
Οποιαδήποτε προσπάθεια του Ερντογάν να παρέμβει στις εκλογές του 2023 αργά ή γρήγορα θα φανερωθεί και θα προκαλέσει όχι μόνο μια λαϊκή αντίδραση, αλλά θα φέρει αντιδράσεις και από τους ίδιους του τους ψηφοφόρους και το διεθνές σύστημα.
Είναι δυνατή μια ειρηνική μετάβαση;
Αν τελικά οι αντίπαλοι του Ερντογάν κερδίσουν, αυτός και οι δυνάμεις υπό τον έλεγχό του μπορεί να αρνηθούν να αποδεχθούν το αποτέλεσμα και έτσι τίθεται το δύσκολο ερώτημα για το πως θα διασφαλιστεί μια ειρηνική και ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας εάν αυτός και οι υποστηρικτές του αρνηθούν να την παραχωρήσουν, χωρίς να «ρίξουν» την Τουρκία σε αστάθεια.
Η καλύτερη επιλογή της αντιπολίτευσης, σε περίπτωση που κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, για να επιτευχθεί μια ομαλή και ειρηνική μετάβαση εξουσίας, είναι να επιδιώξει να κάνει συμφωνία με τον Τούρκο Πρόεδρο για να υποχωρήσει οικειοθελώς.
Η συμφωνία αυτή θα του παρέχει εθνική αμνηστία, για όλα τα «εγκλήματα» που έκανε ως Πρόεδρος της Τουρκίας, όπως τα άπειρα σκάνδαλα διαφθοράς και οι θάνατοι δεκάδων ανθρώπων από την αστυνομία, της οποίας είναι αρχηγός. Μια τέτοια συμφωνία θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς η αντιπολίτευση έχει δείξει την απροθυμία της στο παρελθόν να συνεργαστεί σε οποιονδήποτε τομέα με τον Τούρκο Πρόεδρο, αλλά και ο ίδιος και η κυβέρνηση του έχουν δείξει την αποφασιστικότητά του να παραμείνει στην εξουσία έστω «και με τα όπλα.
Με πληροφορίες από: Foreign Affairs / Φωτογραφία αρχείου Reuters